Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024

Ο πόνος και η αγάπη φέρνουν την πίστη

Άρθρα & Δημοσιεύσεις

Τελευταία Άρθρα & Ειδήσεις

Γρηγόρης Δουμούζης
Θεολόγος, MScΘεολογίας,
Φοιτητής Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου

Μελετώντας κανείς το ευαγγέλιο, γρήγορα καταλαβαίνει πως ο Χριστός είναι μια «ευεργεσία», μια «αγαθότητα» και ένα «θαύμα». Όλη η ζωή Του ήταν μια προσφορά προς τον άνθρωπο και το δημιούργημά Του. Έδινε τη δυνατότητα στον κάθε έναν να βρει τη ζωή. Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. η΄ 41-56) διαβάζουμε δύο θαύματα που κάνει ο Κύριος: την ανάσταση της κόρης του άρχοντα της συναγωγής, Ιάειρου, και τη θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας.

Βλέπουμε, λοιπόν, τον «άρχοντα της συναγωγής» να πηγαίνει στον «Άρχοντα της Ζωής». Τιέκανε τον Ιάειρο να ψάξει και ν’ αναζητήσει τον Κύριο; Ο πόνος και η αγάπη για την κόρη του. Δηλαδή, αυτό το ζεύγος «αγάπη-πόνος» είναι που μας οδηγεί στη ζωή. Χωρίς πόνο και αγάπη δεν μπορούμε να γευτούμε την πραγματική ζωή. Είναι σημαντικό και αναγκαίο αυτά τα δύο να πηγαίνουν μαζί. 

Δε φτάνει, για παράδειγμα, μόνο ο πόνος. Ο πόνος από μόνος του είναι μια πληγή εγωιστική. Ο πόνος από μόνος του μας κλείνει στον εαυτό μας. Ο πόνος από μόνος του είναι μια εγωιστική διαδικασία που μας οδηγεί στην κατάθλιψη και στην απελπισία. Αν εμπλουτίσουμε, όμως, τον πόνο με την αγάπη, τότε, θα μας οδηγήσει στην αναζήτηση της ζωής, στην ελπίδα για τη ζωή, που είναι ο Χριστός. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης γράφει στο βιβλίο του «Η αδερφή μου», το εξής: «Το μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει είναι αυτό: η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και την αγάπη του Θεού. Όλα τ’ άλλα είναι διανοητικές περιέργειες». Δηλαδή, πώς μπορεί ο άνθρωπος μέσα απ’ τον πόνο που βιώνει, να προσμένει και να ελπίζει στην αγάπη του Θεού.

Στη συνέχεια, μας λέει το ευαγγέλιο πως στο δρόμο ακούμπησε μια γυναίκα τα ιμάτια του Κυρίου και θεραπεύτηκε από την πληγή του σώματος που είχε. Μέσα στον συνωστισμό του πλήθους ένοιωσε ο Χριστός μια δύναμη να εξέρχεται απ’ Αυτόν. Ως θεάνθρωπος, δηλαδή, καταλάβαινε τι γίνεται. Ο Πέτρος, όμως, νευρίασε, μιας και ήταν αυθόρμητος, και Του λέει: «Τι μας λες τώρα; Τόσος κόσμος είναι εδώ και λες ποιος σε ακούμπησε;». «Όχι», λέει ο Κύριος, «κάποια δύναμη εξήλθε από μέσα μου».

Τότε, αποκαλύφθηκε το θαύμα. Τον ακούμπησε με πίστη η αιμορροούσα και θεραπεύτηκε. Αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό: Τον ακούμπησε μόνο και έγινε καλά. Το «άγγιγμα» είναι το πρώτο βήμα στη σχέση μας με το Θεό. Τι σημαίνει αυτό το «άγγιγμα»; Πίστη. Εμείς οι χριστιανοί σε κάθε Θεία Λειτουργία όλον τον Χριστό κοινωνούμε και τίποτα δεν καταλαβαίνουμε. Εκείνη η γυναίκα ακούμπησε τα ιμάτια του Κυρίου και έγινε καλά. Εμείς παίρνουμε στα χέρια μας τον Χριστό, γίνεται η καρδιά μας η «χώρα του αχωρήτου» και, δυστυχώς, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. 

Αυτό συμβαίνει γιατί το θαύμα δε λειτουργεί μαγικά. Χρειάζεται τη δική μας συγκατάθεση. Δηλαδή, τη δική μας πίστη και εμπιστοσύνη ότι Αυτός είναι η ζωή και τίποτα άλλο. Αυτός είναι η αρχή και το τέλος. Πολλές φορές τα αιτήματά μας και οι επιθυμίες μας είναι μια φαντασίωση. Δεν μπορείς, με λίγα λόγια, να πηγαίνεις να κοινωνήσεις τον Χριστό και να έχεις άλλα πράγματα και άλλους θεούς στο μυαλό σου. Ακόμη χειρότερα, δεν μπορείς να κοινωνάς και ν’ αποβλέπεις στην επίλυση ενός προβλήματος. Άρα, ουσιαστικά, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα.

Η αιμορροούσα ήταν πλήρως απογοητευμένη, δεν είχε άλλη ελπίδα και Τον άγγιξε. Αυτό μας αποκαλύπτει πως μόνο όταν έχουμε πόνο και είμαστε πλήρως απογοητευμένοι απ’ τον εαυτό μας και απ’ τον κόσμο, αλλά έχουμε αγάπη για τη ζωή και τον Χριστό και Τον αγγίξουμε, τότε, υπάρχει μια αλλοίωση και ένα θαύμα. Ποιο θαύμα; Ότι ενώ εμείς ζούσαμε μια ψευτό-ζωή, αποκαλύπτεται η άλλη ζωή μέσα μας. Είναι εκείνες οι στιγμές που δεν μας φτάνει το δικό μας οξυγόνο. Δεν αρκούν οι δικές μας δυνάμεις. Θέλουμε ένα φιλί ζωής. Τότε κάπου αρχίζει η σχέση μας με το Θεό.

Ο μεγαλύτερος πόνος που βιώνουμε όλοι μας είναι το «γιατί» του πόνου. Όταν αυτή την οδύνη μπορέσουμε και την μεταμορφώσουμε σε σχέση, τότε, λυτρωνόμαστε. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός, μετά την αγωνία που βίωσε στο σταυρό, μετά το βαθύ υπαρξιακό ερώτημα, «γιατί να περάσω όλα αυτά Πατέρα;», πέρασε στην παράδοση του εαυτού Του στο θέλημα του Θεού. Δηλαδή, σταμάτησε να σκέφτεται και αφέθηκε να νοιώσει.

Είναι αυτό που αποκάλυψε ο απόστολος Παύλος. Είναι η φωνή του κάθε γνήσιου χριστιανού. Ποια φωνή; «Δε ζω εγώ, αλλά ζει ο Χριστός εντός μου». Να έρθει η αληθινή ζωή μέσα μας και να γίνει Αυτός η ζωή μας. Όχι απλώς να το λέμε, αλλά και να το βιώνουμε. Δεν είναι ο Χριστιανισμός μια προσπάθεια βελτίωσής μας, αλλά είναι ένας θάνατος και μια ανάσταση. Είναι μια μεταμόρφωση: να γίνουμε Χριστός σε μια άλλη μορφή. Δεν είναι υπόθεση προσπάθειας, ιδεών ή αρετής, αλλά είναι υπόθεση ζωής και θανάτου, υπόθεση αναζήτησης με πόνο και αγάπη. Ν’ αδειάσουμε από μέσα μας και να υπάρξει χώρος για να έρθει ο Χριστός. Μη ξεχνάμε πως ο Χριστός είναι «ζηλότυπος εραστής». Μας θέλει αποκλειστικούς. Πρέπει ν’ αδειάσουμε απ’ όλα για να έρθει.

Όμως, επειδή, τις περισσότερες φορές, δεν το κάνουμε θεληματικά το «άδειασμα», γιατί δεν έχουμε τη σοφία και την γνώση, έρχεται η ίδια η ζωή και η οικονομία του Θεού, όπως είναι ο πόνος, η απογοήτευση και τα προβλήματα, να μας αδειάσουν. Να γίνουμε άδειοι για να έρθει ο Χριστός. Το δίλημμα, δηλαδή, είναι: Ή θα μείνουμε στο κενό μας, θα τρωγόμαστε και θ’ απελπιζόμαστε ή θα παραδοθούμε στον Χριστό και θα εισέλθει στην καρδιά μας, λέγοντας ότι δε ζω εγώ, αλλά ζει ο Χριστός εντός μου.

Ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε πως η πνευματική κατάσταση δεν είναι υπόθεση νόμων. Η πνευματική ζωή υπερβαίνει τους νόμους. Οι νόμοι είναι κάτι αντικειμενοποιημένο, είναι ο εαυτός μου, είναι η απουσία της ζωής, είναι η προσπάθεια μ’ έναν εξωτερικό τρόπο να λύσω τα προβλήματά μου χωρίς επίγνωση και χωρίς το πνεύμα του Θεού. Ο νόμος είναι μια ειδωλοποίηση του εαυτού μου και μια αυτό-δικαίωση. Το ξεπέρασμα όλων αυτών είναι η σχέση με το Θεό. Αυτό έχουμε όλοι μας ανάγκη. Αυτό οφείλει να είναι και η Εκκλησία μας: η φανέρωση του Χριστού, η αποκάλυψη της αγάπης του Χριστού και η ελπίδα στον άνθρωπο.

Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, ο Χριστός είναι μια «θαυματουργία». Με ποια προϋπόθεση; Εφόσον είμαστε μέσα στον πόνο και στην αγάπη. Σήμερα φοβόμαστε τον πόνο γι’ αυτό και δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε. Φοβόμαστε τον πόνο και ψάχνουμε κάθε μορφής «παυσίπονα», μιας και δεν έχουμε τη δύναμη και το θάρρος ν’ αναζητούμε και να ελπίζουμε στο έλεος του Θεού. Το είπαμε και πριν: Χρειάζεται να βγεις απ’ τον εαυτό σου, αφού προσδοκάς αυτό που σε ξεπερνάει. Προσδοκάς το ανέφικτο. Εμείς οι χριστιανοί αυτό κάνουμε, αυτό το παράλογο: Έχουμε το θάνατό μας και τις πληγές μας, αλλά είμαστε ζωντανοί και προσμένουμε αυτή την ουτοπία και αυτό το θαύμα που είναι το έλεος του Θεού. 

Αυτή η ελπίδα είναι που μας μαλακώνει και μας συντρίβει. Υπάρχει, σαφώς, η συντριβή η «ψυχολογική», κατά την οποία λέμε: «Πόσο χάλια είναι η ζωή μου». Υπάρχει, όμως, και η συντριβή η «υπαρξιακή», στην οποία επιμένω να ζητώ αυτό που με ξεπερνάει. Έτσι, σιγά-σιγά αυτό με αλλοιώνει εσωτερικά και με κάνει να οδηγηθώ στην υπέρβαση των εξωτερικών τύπων. Δεν τους περιφρονώ, αλλά ψάχνω κάτι πιο ισχυρό και πιο δυνατό. Άλλωστε, ακόμη κι αν με δικαιώσει ο νόμος και ο περίγυρός μου, δε νικήθηκε ο θάνατος. Αντιθέτως, αν με δικαιώσει η παρουσία και η αίσθηση του Θεού, τότε, νικήθηκε ο θάνατος, διότι Αυτός είναι η ζωή και η ανάσταση. Όπως λέει και ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος: «Μη ξεχνάμε ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι μια βαθιά μεταμόρφωση της ζωής που δεν γνωρίζει θάνατο».

spot_img

More articles

spot_img
spot_img