Παρεμβάσεις στο δασικό τμήμα της περιοχής της Βάστριας, όπου κατασκευάζεται η νέα δομή μεταναστών, καταγγέλλουν κάτοικοι της περιοχής, οι οποίες αν όντως συμβαίνουν και δεν συνοδεύονται από σχετική άδεια από τη Δασική Υπηρεσία, αποτελούν και παράβαση των όρων της προσωρινής διαταγής εν αναμονή της απόφασης για τα ασφαλιστικά μέτρα. Την ίδια στιγμή έχει φρενάρει και η περιβόητη αποσυμφόρηση και όλα αυτά εν μέσω περίεργων συνθηκών για το μεταναστευτικό.
Όσον αφορά τα έργα στη Βάστρια, συνεχίζονται οι – χωματουργικές ως επί το πλείστον – εργασίες στο μη δασικό τμήμα. Ωστόσο οι κάτοικοι καταγγέλλουν ότι έχει «κοπεί» ένα ρέμα και επιπλέον, γίνονται παρεμβάσεις σε κάποια δασικά τμήματα. Η προσωρινή διαταγή, που έχει εκδοθεί όμως εν αναμονή της απόφασης για τα ασφαλιστικά μέτρα προβλέπει ότι για να γίνουν αυτές οι παρεμβάσεις θα πρέπει να υπάρχει άδεια από τη Δασική Υπηρεσία. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Κοινοτάρχες Κώμης και Νέων Κυδωνιών προχώρησαν σε καταγγελία στον Δασάρχη, με την προθεσμία που εκ του νόμου ίσχυε για να απαντήσει σε αυτές να εκπνέει αυτές τις ημέρες, χωρίς όμως να έχουν λάβει οι καταγγέλλοντες κάποια απάντηση και ως εκ τούτου να αφήνουν ανοιχτά τα ενδεχόμενα και περαιτέρω ενεργειών.
Θυμίζουμε πως σχετικά με τα ασφαλιστικά μέτρα, αφορούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου κατασκευής της νέας δομής στην ευρύτερη περιοχή της Βάστριας, με την απόφαση να αναμένεται το επόμενο διάστημα και ενώ είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο η Πρόεδρος του Δικαστηρίου να κάνει και επί τόπου αυτοψία, συμπληρωματικά στη μελέτη του ογκωδέστατου φακέλου που κατέθεσαν Περιφέρεια και Κοινότητες Κώμης και Νέων Κυδωνιών στο αίτημά τους. Αποδοχή των ασφαλιστικών μέτρων θα συνεπάγεται σοβαρά προβλήματα στο Υπουργείο Μετανάστευσης & Ασύλου και την ανάδοχο εταιρεία, καθώς πρακτικά δεν θα είναι δυνατή η διάνοιξη δρόμων μέσα στο δάσος, οι οποίοι δεν θα εξυπηρετούσαν μόνο την πραγματοποίηση των εργασιών αλλά και τη λειτουργία της δομής, με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω το ότι θα συνεχιζόταν ο σχεδιασμός για την κατασκευή στο συγκεκριμένο σημείο.
Η αποσυμφόρηση
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου, στις 8 Ιουνίου εντός του προσωρινού ΚΥΤ στο Μαυροβούνι διέμεναν 1.015 άτομα. Σε σχέση με την αρχή του χρόνου, ο πληθυσμός της δομής φιλοξενίας είναι σημαντικά χαμηλότερος, αφού το 2022 βρήκε 1.900 άτομα να μένουν στον Καρά-Τεπέ, γεγονός που μεταφράζεται σε μια μείωση της τάξης του 46,5% μέσα σε πέντε μήνες. Η σημαντικότερη μείωση σημειώθηκε κατά τον Απρίλιο, αφού από τους 1.613 πρόσφυγες και μετανάστες που διέμεναν στη δομή την 1η Απριλίου, ο πληθυσμός έπεσε στους 1.119 την 1η Μαΐου (μείωση κατά 30,6%). Από τότε όμως, ο αριθμός των διαμενόντων στο ΚΥΤ έπεσε μόλις κατά 104 άτομα.
Πρέπει να σημειώσουμε πως οι παραπάνω αριθμοί δεν αφορούν και αριθμό αναχωρήσεων, ο οποίος είναι αρκετά μεγαλύτερος. Οι αναχωρήσεις, όμως, πραγματοποιούνται ταυτόχρονα με τις νέες αφίξεις, οι οποίες μπορεί εδώ και πάνω από ένα χρόνο να έχουν μειωθεί δραματικά, αλλά δεν έχουν σταματήσει εντελώς. Με λίγα λόγια, οι μειώσεις αυτές αφορούν το ισοζύγιο αναχωρήσεων και αφίξεων στο ΚΥΤ του Καρά-Τεπέ, το οποίο είναι θετικό, ως προς την προσδοκώμενη αποσυμφόρηση της δομής και τη μείωση του μεταναστευτικού πληθυσμού συνολικά στη Λέσβο.
Να υπογραμμιστεί, όμως, πως και οι αναχωρήσεις που λαμβάνουν χώρα από το ΚΥΤ δεν είναι όλες επίσημες και δεν αφορούν μετακίνηση αιτούντων άσυλο σε δομές στην ενδοχώρα. Όπως έχουμε σημειώσει και σε παλαιότερο ρεπορτάζ, ειδικά τον Απρίλιο ήταν πάρα πολλοί οι πρόσφυγες και μετανάστες, που είχαν τα απαραίτητα έγγραφα και αποφάσισαν να αναχωρήσουν με ίδια μέσα, ως επί το πλείστον σε χώρες του εξωτερικού, κυρίως όπου έβρισκαν οικονομικά εισιτήρια. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, σταμάτησε προς το τέλος Απριλίου και όσο πλησιάζαμε στο Πάσχα, όταν οι πληρότητες στις πτήσεις που συνδέουν τη Λέσβο με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ήταν μεγαλύτερες και ως εκ τούτου υψηλότερες και οι τιμές των διαθέσιμων εισιτηρίων.
Η με αυτόν τον τρόπο αναχώρηση των προσφύγων και μεταναστών, όμως, δημιούργησε και άλλα ζητήματα, καθώς νομικά – εφόσον έχουν λάβει άσυλο ή έχουν μπει σε καθεστώς προστασίας στην Ελλάδα – δεν τους επιτρέπεται να βρεθούν στο εξωτερικό για μεγάλα διαστήματα. Παρόλα αυτά πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονταν το «κενό», πήγαιναν σε χώρες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, και κατέθεταν και εκεί αίτημα διεθνούς προστασίας. Έτσι, προέκυψε και το σημαντικό ζήτημα του ενδεχομένου επιστροφής ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών στη χώρα μας, την οποία ζητά επιτακτικά η γερμανική πλευρά, αν και υπάρχουν νομικά κωλύματα, τα οποία όμως φαίνεται πως βρίσκονται σε διαδικασία επίλυσης με την Ελλάδα.
Το επόμενο διάστημα
Τα έως τώρα δεδομένα δείχνουν πως – εκτός απροόπτου – το 2022 θα κυλήσει όπως περίπου κύλησε και η προηγούμενη χρονιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, το 2021 σημειώθηκαν 4.331 αφίξεις συνολικά, ενώ σήμερα μετά από πέντε μήνες εντός του έτους βρισκόμαστε στις 2.035 αφίξεις σε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Με λίγα λόγια, εκτιμάται πως ο συνολικός αριθμός αφίξεων από τη θάλασσα μέχρι το τέλος της χρονιάς θα είναι περί τις 5.000.
Βέβαια, στην εξίσωση μπαίνει και ο παράγοντας Τουρκία. Είναι γνωστή η εργαλειοποίηση προσφύγων και μεταναστών από τον Ταγίπ Ερντογάν και ευτυχώς κατά τους προηγούμενους μήνες δεν επαληθεύτηκαν υπαρκτά σενάρια για ενθάρρυνση προσπάθειας μαζικών μετακινήσεων μεταναστών εντός της ελληνικής επικράτειας. Το τελευταίο διάστημα, όμως, το κλίμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι πολύ βαρύ και οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν φτάσει σε ένα πολύ άσχημο σημείο, ενώ παράλληλα η ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία δημιουργεί «διπλωματικά προηγούμενα», που ενισχύουν αναθεωρητικές τάσεις και επιδιώξεις από τη γειτονική χώρα.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως έχουμε επισημάνει και σε παλαιότερο ρεπορτάζ, οι ελληνικές αρχές και ειδικότερα η Αστυνομία και το Λιμενικό βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα ετοιμότητας και σχεδιάζουν λεπτομερώς την αντίδρασή τους στο σενάριο η Τουρκία να «σπρώξει» χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες για να περάσουν τα σύνορά μας, τόσο στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου – μεταξύ των οποίων και η Λέσβος φυσικά – όσο και στον Έβρο, σε μια επανάληψη των γεγονότων του Φεβρουαρίου του 2020.