Η στιγμή που θα ξαναλέμε αυτή τη φράση δεν θα αργήσει. Τουλάχιστον αυτό ελπίζω κι εύχομαι με όλη μου την καρδιά.
Φυσικά και μαγειρεύουμε σπίτια μας.
Φυσικά και ξέρουμε από κουζίνα και γεύματα και καλέσματα.
Και φυσικά μαγειρεύουμε τα φαγάκια της γιαγιάς και της μαμάς, αλλά και σπεσιαλιτέ του Jamie και της Nigela, ακόμα και της Χρύσας Παραδείση ή του Τσελεμεντέ, αλλά και κινέζικα και ιταλικά και άλλα πολλά.
Είμαστε γνώστες και ενημερωμένοι και γουστάρουμε.
Αλλά, βρε αδελφέ, δεν μπορεί ποτέ ένα σπιτικό φαγητό να γίνει όλη κι όλη η ζωή μας και να αντικαταστήσει την ανάγκη μας να βρεθούμε στο ταβερνάκι της καρδιάς μας, στο μπαράκι που λατρεύουμε, στο στέκι που μας χαλαρώνει.
-Πότε θα βγούμε πάλι;
-Πότε θα πάμε για ούζα;
-Πότε θα βρεθούμε στα μπαράκια της πόλης;
Η πόλη μας τώρα είναι σκοτεινή.
Δεν έχει φώτα τα βράδια, τα μαγαζιά είναι κλειστά, οι καρέκλες είναι πάνω στα τραπέζια.
Τώρα όλοι πια ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ πως άλλαξαν τα δεδομένα.
Οι αγαπημένες μας συνήθειες βρίσκονται σε αναμονή.
Θέλω πια να απολαύσω ένα σέρβις βρε αδερφέ.
Σέρβις ποτού, φαγητού, καφέ, γλυκού.
Να κάθομαι χαλαρά στο ατμοσφαιρικό ρεστοράν, στην ταβέρνα με τα δεκάδες μπουκαλάκια ούζου, στο μπαρ με τα γυαλισμένα μπουκάλια ποτών, στα κρασιά, τα φώτα, ν’ ακούω γέλια, να βλέπω αγκαλιές και φιλιά, να αισθάνομαι φλερτάκια γύρω μου, να τσουγκρίζουν ποτήρια, να ακούω τον ήχο των πιάτων και του μαχαιροπίρουνου.
Ακόμα και ένα γεύμα στην αυλή με φίλους και γνωστούς και άλλους προσκαλεσμένους για ένα ξεφάντωμα χωρίς μάσκες και αποστάσεις!
Τι πανδαισία!
Όμως…
…Εδώ και καιρό καλούμαστε να ζούμε διαφορετικά. Χωρίς όλα αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε και αγαπήσαμε.
Μου φαίνεται αστείο μερικές φορές.
Ένα κακόγουστο αστείο.
Στέκομαι στις ουρές για να πάρω ψωμί.
Σαν να είμαστε σε εποχή με συσσίτια.
Ακουστά τα έχουμε.
Αυτό το “μένουμε σπίτι” χτυπάει πια στα νεύρα μας.
Κι όμως πρέπει.
Μόνο η μάσκα, η απομόνωση, η θυσία του να μην συνωστιζόμαστε, να μην αγκαλιαζόμαστε, να μην φιλιόμαστε είναι ό,τι καλύτερο γι’ αυτόν τον διάβολο που μπήκε απρόσκλητος στη ζωή μας και μας χαλάει τη ζαχαρένια μας.
Αλλά το ξέρουμε…
Πως κάποια μέρα σύντομα θα γελάμε καθώς θα βλέπουμε φωτογραφίες μας με τις μάσκες, τα βίντεο με τον συνωστισμό έξω από τα σούπερ-μάρκετ ή όταν θυμόμαστε τις ουρές στα φαρμακεία για ένα απλό αντισηπτικό.
Και είμαστε τυχεροί που και αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει κι όλοι μαζί θα βρεθούμε στα γνωστά στέκια ξανά, να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε και να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε και να στριμωχτούμε ανελέητα. Αμήν!
Η λατρεμένη μου φασολάδα…
…που θρέφει την Ελλάδα
είναι βάλσαμο εναντίον του κορονοϊού και οι γίγαντες που προσθέτω για μια απλή… μαγκιά!
Υλικά
1/2 κιλό μέτρια φασόλια (τα μουλιάζω αποβραδίς)
1 χούφτα γίγαντες (μουλιασμένοι μαζί με τα φασόλια αποβραδίς)
1 μεγάλο κρεμμύδι, ψιλοκομμένο
200 γρ. σελινόριζα κομμένη σε μικρά κυβάκια
1 μάτσο σέλινο ψιλοκομμένο
2 μεσαία καρότα, κομμένα σε λεπτές ροδέλες
1 κουτ. γλυκού ξερό θυμάρι, τριμμένο
1/2 κ.γ. ρίγανη
1 κ.σ. ζάχαρη
1/2 κονσέρβα ντοματάκια κονκασέ
1 κουτ. σούπας πελτέ ντομάτας
Ελαιόλαδο
Αλάτι
Μαύρο πιπέρι
1 καυτερή φρέσκια πιπερίτσα ψιλοκομμένη ή μπούκοβο
Εκτέλεση
Σε μια μεγάλη κατσαρόλα βάζουμε τα φασόλια με τους γίγαντες στραγγισμένα, και ξεπλυμένα, το κρεμμύδι, τη σελινόριζα, τα καρότα, το θυμάρι, τη ρίγανη, τη ζάχαρη και μπόλικο νερό να σκεπάζει καλά τα υλικά και να τα ξεπερνά κατά 2 – 3 δάχτυλα.
Βράζουμε σε μέτρια φωτιά για 1 ώρα μέχρι να μαλακώσουν τα φασόλια. Τότε προσθέτουμε την ντομάτα κονκασέ και τον πελτέ καθώς και αλάτι (όχι νωρίτερα, για να μην σκληρύνουν τα φασόλια) και βράζουμε για άλλα 45 λεπτά με 1 ώρα. Ρίχνουμε το σέλινο και 1/2 φλιτζ. ελαιόλαδο και δυναμώνουμε τη φωτιά για 5 λεπτά μέχρι να χυλώσει η φασολάδα.
Σερβίρουμε και σε κάθε πιάτο βάζουμε λίγο ωμό ελαιόλαδο και ελάχιστη καυτερή πιπεριά ή λίγες νιφάδες μπούκοβου.
Συνοδεύουμε με παστά μυτιληνιά υπέροχα, ή μια ρέγκα, καμένη στην εφημερίδα, όπως την έκανε ο μπαμπάς.
Λίγες ελιές τσακιστές ή σταφιδάτες και μια φέτα ζυμωτό ψωμί θα συμπληρώσουν την πανδαισία του πιο νόστιμου φαγητού του χειμώνα.