του Βασίλη Χατζηελευθερίου
*** Θα μου επιτρέψετε σήμερα να αναφερθώ σε ένα προσφιλές μου πρόσωπο που έφυγε για ταξίδι μακρινό. «Ήταν Ιούνης του ’84 θαρρώ, τότε που σε γνώρισα. Μαζί μ’ εσένα γνώρισα κι ένα πλατύ χαμόγελο, μια ηρεμία, μια καλοσύνη, έναν σεβασμό. Έναν πλήρη άνθρωπο. Έναν ΣΩΣΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟ. Στο διάβα των χρόνων, μαζί σου έμαθα, τι είναι καρτερικότητα, ευγένεια, κατανόηση, νοικοκυροσύνη, αξιοπρέπεια, και μελέτη. Μια ζωή (38 χρόνια), σε θυμάμαι να διαβάζεις βιβλία. Όλα τα ξεφύλλιζες κι ας μην θυμόσουνα μετά τι λέγανε. Ήσουν βλέπεις του Δημοτικού, αλλά διάβαζες. Άλλο βλέπεις ο σπουδαγμένος, κι άλλο ο καλλιεργημένος. Πέρασες, και τι δεν πέρασες; Όλες τις ανηφόρες της ζωής. Σ’ εσένα τύχανε. Αλλά η υπομονή, και το χαμόγελό σου, πάντα σε συνόδευαν σ’ αυτές τις αναποδιές. Νωρίς έχασες τον άντρα σου που αγάπαγες υπέρμετρα, μετά χάνεις τον καλό σου γαμπρό της πρωτότοκης κόρης σου (άλλη μια σφαλιάρα της ζωής), αλλά και πάλι η στωικότητα, η καλοσύνη και η ζεστή σου αγκαλιά, που πάντα ήταν ανοιχτή, ήταν τα κυρίαρχα γνωρίσματά σου.
Και τέλος ήρθε ο βράχος πάνω στο κεφάλι σου, έχασες την λατρεμένη σου εγγονή. Κι όπως λέει ο θυμόσοφος λαός μας «του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές παιδί», έτσι ένας διπλός θάνατος δικού σου ανθρώπου σε ξαναβρήκε… Εσύ όμως παλικάρι, Σοφία μου. Κολώνα, μ’ ένα σφιχτό χαμόγελο κρεμασμένο στο πρόσωπό σου, το αντιμετώπισες κι αυτό. Θυμάμαι στις αρχές που σε γνώρισα, μετά από πολλές προσπάθειες σου είχα μάθει να κλείνεις το ένα σου μάτι έτσι για πείραγμα. Δεν ήξερες, αλλά τελικά τα κατάφερες. Όποτε σου το έκλεινε ο Χάρος, του το έκλεινες κι εσύ. Το περνούσες για πείραγμα, κι όλο χαμογελούσες…
Όμως προχθές Σοφία μου, δεν πρόλαβες να του το κλείσεις κι εσύ. Σου έκλεισε το μάτι και σε πήρε!!! Έχασα εγώ, και βγήκε αυτός κερδισμένος που σε πήρε κοντά του. Έμεινε αυτή η καθαγιασμένη, λιτή, απλή ομορφιά σου, το αστείρευτο χαμόγελό σου, και η μόνιμη διακριτικότητά σου, να γυρνάνε στα σοκάκια της θύμησής μου. Ήμουν τυχερός που σε γνώρισα. Ήμουν τυχερός που μου έμαθες τόσα, χωρίς να με διδάξεις τίποτα. Απλά με τον τρόπο σου, μάθαινα κι εγώ την ιεράρχηση των αξιών της ζωής. Ήμουν τυχερός. Είχα δυο μανάδες. Την βιολογική, την κυρά Λενίτσα, και εσένα. Η μια με βύζαξε με το γάλα της ζωής, και η άλλη με της ζωής το γάλα. Λένε ότι ο άνθρωπος πεθαίνει μόνο όταν τον ξεχάσεις. Κι εγώ δεν θα σ’ αφήσω να πεθάνεις, κι ας έφυγες για το στερνό σου ταξίδι. Να το ξέρεις Σοφάκι μου, δεν θα σ’ αφήσω. Να μου τους χαιρετήσεις όλους εκεί που θα πας…