Όλοι οι – έως και αυθόρμητοι, ασυνείδητοι, γιατί παρατηρείς τι συμβαίνει στο περιβάλλον γύρω σου – περιορισμοί στη χρήση νερού, τους τελευταίους μήνες, ξύπνησαν στο μυαλό μου μνήμες του 1989. Οι μεγαλύτεροι θα θυμούνται σίγουρα, εκείνο το έντονα μαρτυρικό καλοκαίρι. Και δεν αναφέρομαι προφανώς στις πολιτικές πολυτάραχες πτυχές του, αλλά στην ανομβρία που είχε χτυπήσει τη Μυτιλήνη και τις τραγικές συνθήκες λειψυδρίας, τις οποίες βίωσαν τα νοικοκυριά της. Έκανα μόνο συγκεκριμένη ώρα μπάνιο, γιατί μόνο τότε υπήρχε στη συγκεκριμένη ζώνη της περιοχής μου, υποτυπώδης πίεση για να λουστώ. Μόνο τότε έβαζα πλυντήριο ή μαγείρευα γιατί δεν ήθελα να χρησιμοποιώ το νερό απ’ το ντεπόζιτο. Δράμα και άγχος μαζί για το τι μέλλει γενέσθαι.
Άλλαξαν βέβαια οι εποχές, εκσυγχρονίστηκαν οι υποδομές, δρομολογήθηκαν τεράστια έργα, βελτιώθηκαν κι ενισχύθηκαν οι παροχές ύδρευσης, πολλά απ’ τα βαρέλια στις ταράτσες έγιναν δεξαμενές με αντλία στα υπόγεια των σύγχρονων κατοικιών, αλλά η ουσία παραμένει: Αν δεν βρέξει, ό,τι κι αν κάνουμε, θα πούμε το νερό, νεράκι.
Και τότε, το φθινόπωρο και τον χειμώνα που ακολούθησε, αλλά και τα αμέσως επόμενα χρόνια, όχι μόνο είχε βρέξει, αλλά έκανε και γερές μπόρες, ικανές να αποτρέψουν κάθε δικυκλιστή απ’ την οδήγηση, τον ώθησαν να αφήσει στην άκρη τη μηχανή του και να πάρει ταξί. Κι επειδή ως γνωστό – αξίωμα αναμφισβήτητο, όπως λέει καλή φίλη απ’ τα μικράτα μου – «οι ταξιτζήδες τα ξέρουν όλα, τα πάντα», δεν θα ξεχάσω ποτέ τι μού είχε πει σε άπταιστη ντοπιολαλιά, ένας οδηγός εκείνη την εποχή: «Κοπέλα μου, τι θα γίνει σα δεν βρέξει, κι άμα βρέξει πού θα πάμε…».
Ο ίδιος μού είχε εξηγήσει την άμεση συνάρτηση της βροχής, όχι μόνο στην ποιότητα της καθημερινότητάς μας, αλλά κυρίως στην τοπική οικονομία, που εξαρτιέται αμφιμονοσήμαντα απ’ την ελαιοπαραγωγή.
Βρέχει, έχει λάδι, με ανομβρία – πώς το ’λεγε ο ποιητής; – «ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους…». Δυστυχία κι ανέχεια.
Μού έρχονται στο νου πρωτοσέλιδα, τα οποία είχα γράψει, κι απ’ τις χρονιές απ’ το καλό μαξούλι, κι από κείνες που εξαιτίας της πολύ μεγάλης παραγωγής, σε παγκόσμια κλίμακα, φτάσαμε να ξεπουλήσουμε το λίτρο του άσσου (αν δεν με απατά η μνήμη μου το 1993), όσο ένα μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού.
Μάλιστα την προηγούμενη βδομάδα, ιδιοκτήτης πολύ γνωστού cafe – bar στο κέντρο της Μυτιλήνης, με έκανε ξανά να συνειδητοποιήσω, πως όσο κι αν έχουν διαφοροποιηθεί τα πράγματα 35 χρόνια μετά, δεν παύει η ελαιοπαραγωγή να καθορίζει την ζωή όλων μας στη Λέσβο.
«Εγώ Μαρίνα μου» – είπε – «καφετζής είμαι. Χωρίς μια ρίζα ελιά. Και θεωρητικά θα έπρεπε να παρακαλάω να μην πέσει στάλα βροχής για να δουλεύουν τα τραπεζάκια έξω. Μα είναι τώρα κοντά δυο μήνες, που δεν υπήρξε πελάτης, ο οποίος να μην περιγράψει προβληματισμένος πόσο χάλια είναι οι ελιές, σαν σταφίδες, πόσο χαμηλή προβλέπεται η φετινή παραγωγή. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι κι εγώ, δεν θα έχω από δω και πέρα την ίδια δουλειά, που θα είχα, αν υπήρχε καλό μαξούλι. Θα πιει κανείς δεύτερο ποτό;».
Όντως ποιος δεν έχει συζητήσει στην παρέα, με τους φίλους, τους συγγενείς του τις προβλέψεις για την ελαιοπαραγωγή; Ποιος – ό,τι δουλειά κι αν κάνει, ακόμη κι αν είναι εισοδηματίας και δεν δουλεύει – δεν επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα απ’ τη λαδιά;
Εδώ και δεκαετίες, μπορεί να αλλάζουν οι συνθήκες, μα παραμένει αναντίρρητα η ίδια κατάσταση στην τοπική οικονομία. Σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ο ευλογημένος καρπός προσφέρει σε αγρότες, μισθωτούς, συνταξιούχους, ακόμη και στους πλούσιους του νησιού, ή τα προς το ζην ή το κάτι επιπλέον, αυτό το παραπάνω, που βελτιώνει το επίπεδο του ευ-ζην.
Και με την έως τώρα ανομβρία, είναι δεδομένο, κάτι περισσότερο από σίγουρο και προφανές, ότι μας περιμένουν γερά ζόρια στις τσέπες μας…
Υ.Γ.: Εννοείται ότι εκτός και πέρα απ’ τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα, τα οποία καταγράφονται σε μια άποψη όπως η παραπάνω, οι ιθύνοντες οφείλουν να πολλαπλασιάσουν, να μεγιστοποιήσουν, τις πρωτοβουλίες τους, που θα έχουν ως στόχο έναν και μοναδικό: Να σταματήσει κάποτε ο καιρός – ειδικά δεδομένης της κλιματικής αλλαγής – να διαμορφώνει σε τέτοιο βαθμό το τοπικό οικονομικό γίγνεσθαι. Ή αλλιώς, πότε επιτέλους θα αποφασίσουμε συγκροτημένα και στοχευμένα, τι είδους ανάπτυξη θέλουμε και πώς θα την πετύχουμε.
Για πόσες δεκαετίες θα εξακολουθήσουμε να είμαστε έρμαια, υπόδουλοι της λογικής «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει»;