Το σπίτι μας, το σπιτικό σας, το τσαρδί του καθενός και ένας ολόκληρος κόσμος.
Εκεί μέσα μεγαλώνουμε, μαζευόμασταν γύρω από ένα τραπέζι, τρώγαμε μοσχοβολιστό φαγητό.
Και στο πιο φτωχικό τσαρδί μια γκαζιέρα θα υπήρχε και πάνω της μια κατσαρόλα θα σιγόβραζε ένα φαγάκι.
Εμείς νιώθω πως είμαστε μια τυχερή γενιά.
Με δυσκολίες ή με διαφορές, όπως και να ‘ναι είχαμε πάντα ένα σπιτικό φαγητό.
Ένα τραπέζι, ζωής και αγάπης, μια ανεμελιά.
Είχε περάσει το σύνδρομο της κατοχής κι εμείς στον απόηχό του αδράξαμε μια ευκαιρία.
Μεταπολίτευση γαρ, πέσαμε στα μαλακά.
“ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια”, και ξεγλιστρήσαμε ανώδυνα.
Εμείς δεν μάθαμε να μαγειρεύουμε, όπως στο ίνσταγκραμ.
Μάθαμε να πηγαίνουμε στον μπακάλη και να αγοράζουμε το φρέσκο και λαχταριστό.
Δεν μας νοιάζει να ποστάρουμε, να κάνουμε art de la table.
Στην κουζίνα της μαμάς, η Χρύσα Παραδείση και ο Τσελεμεντές φιγουράρανε παρέα με τα χειρόγραφα τετράδια και τις συνταγές της Στέλλας, της Θούλας, της Μαρίτσας, της Αλεξάνδρας, της Κικής, της Ελπίδας.
Ήταν φαγητό χωρίς καμιά σκηνοθεσία.
Το καθημερινό φαγάκι ήταν και είναι της καρδιάς.
Μερικές φορές δεν έχει καν συνταγή.
Ρίχνεις λίγο λάδι στο “πλακερό”, πετάς μέσα λίγα κρεμμύδια, σκόρδο, ζαρζαβατικά, χαμηλώνεις, σιγοβράζεις, μελώνεις, πασπαλίζεις με δυόσμο και άνηθο και σερβίρεις κατευθείαν μέσα από την κατσαρόλα.
Μνήμες, παιδικές εικόνες.
Απλά πράγματα.
Δεν θα σερβίρω και κανέναν Λουδοβίκο!
Η μαγειρική της μνήμης κουβαλά το σακούλι της γεύσης!
Το σπίτι μας, εκεί που πρωτονιώσαμε ασφάλεια και σιγουριά στην αγκαλιά της μάνας.
Η αυλή με τη χαβούζα, το τραπέζι που τρώγαμε τα γεμιστά του Ιουλίου, η γειτονιά.
Όλα αυτά για το καλό, λοιπόν, δεν μας επέτρεψαν να αφεθούμε μόνο στο food styling παρά τον βομβαρδισμό των τελευταίων χρόνων και τα δελεαστικά social media.
ΕΜΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ DNA μας έχει καταχωρηθεί βαθιά το καθημερινό ζεστό φαγητό που συνοδεύεται από φέτα και φρέσκο ψωμί.
Έχουμε στιγματιστεί από τα ταπεράκια της μαμάς, τα δέματα που ερχόντουσαν με τα ψημένα μπιφτέκια, το παστίτσιο, τα ντολμαδάκια και τα τυροπιτάκια.
Το ντελίβερι ήρθε σε μας πολύ αργότερα, εμβόλιμα, πιο πολύ για πλάκα κι όχι από ανάγκη.
Το δικό μας βρόμικο ήταν το χειροποίητο σουβλάκι του Αποστόλη, που ακόμα θυμάμαι το λιπάκι στη μέση που αφαιρούσα συστηματικά και τα ζουμάκια που στάζανε πάνω στο ψωμάκι και ήταν όλα τα λεφτά.
Δύσκολα μετά από τέτοια απόλαυση να γευτείς και να ευχαριστηθείς ό,τι να ‘ναι.
Θυμάσαι τον τρόπο που η μαμά ψιλόκοβε το κρεμμύδι ή τον μαϊντανό στο χέρι κι όχι στο ξύλο κοπής;
Έτσι…
Θυμάμαι συχνά τη γειτονιά του τότε.
Όχι γιατί νοσταλγώ όσο γιατί παίρνω δύναμη από εκείνες τις μνήμες.
Το καθημερινό φαγητό δεν μπαίνει σε καλούπια.
Είναι χωρίς συνταγή, μερικές φορές, δεν καταγράφεται, δεν εξηγείται.
Την έχω πατήσει πολλές φορές.
Κάνω κάτι εκ των ενόντων και βγαίνει το νοστιμότερο φαγητό ever.
Άντε να το ξανακάνω.
Καμιά φορά, φταίει η στιγμή, το υλικό, η διάθεση, η παρέα, η έμπνευση.
Το τι θα φάμε τώρα;
Κι εκεί που δεν έχεις τίποτα προγραμματίσει, βγαίνει ένα ωραιότερο αυθόρμητο γεύμα.
Κρέμα με γάλα αμυγδάλου
Δροσερή, υπέροχη κρέμα ψυγείου και για vegan
Υλικά
6 μπολ
600 γρ. γάλα αμυγδάλου άγλυκο
200 γρ. σουμάδα
2 κ.σ. κορν φλάουρ
φρέσκα φρούτα για το σερβίρισμα
Εκτέλεση
Σε μια κατσαρόλα βράζουμε το γάλα αμυγδάλου και τη σουμάδα.
Παράλληλα σε ένα μπολ διαλύουμε το κορν φλάουρ σε λίγο νερό.
Όταν το γάλα με τη σουμάδα αρχίσει να βράζει, προσθέτουμε το διαλυμένο κορν φλάουρ.
Ανακατεύουμε συνεχώς έως ότου δέσει η κρέμα.
Αποσύρουμε από τη φωτιά.
Γεμίζουμε τα μπολ και τα βάζουμε στο ψυγείο για 5 ώρες τουλάχιστον.
Σερβίρουμε με φρέσκα φρούτα.