Γρηγόρης Δουμούζης
Θεολόγος, MSc Θεολογίας,
Φοιτητής Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιζ΄ 12-19) δέκα λεπροί προσεγγίζουν τον Κύριο και Του ζητάνε να τους θεραπεύσει. Ο Χριστός τους λέει να πάνε να παρουσιαστούν στους ιερείς. Πηγαίνοντας στους ιερείς συνέβη το θαύμα: Θεραπεύθηκαν και καθαρίσθηκαν απ’ την λέπρα. Παρ’ όλα αυτά, μόνο ένας γύρισε να ευχαριστήσει τον Κύριο. Γεμάτος απορία ο Χριστός λέει: «Δέκα θεραπεύτηκαν. Οι υπόλοιποι εννιά πού είναι; Μόνο ο ένας γύρισε να ευχαριστήσει και να δοξολογήσει;». Στο τέλος, ο Κύριος ευλόγησε τον ένα λεπρό, εξυμνώντας την πίστη του.
Κατ’ αρχάς, μπορούμε να πούμε πως σε πρώτη φάση βλέπουμε κάποια καλά στοιχεία των λεπρών. Ποια είναι αυτά; Αναγνωρίζουν το πρόβλημά τους και ζητούν τη βοήθεια του Κυρίου. Δηλαδή, μέσα στην απελπισία τους μπορούν και διατηρούν την ελπίδα τους και απευθύνονται στον Χριστό. Μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, ο Κύριος τους λέει να πάνε να δείξουν τα πρόσωπά τους στους ιερείς. Κάνουν υπακοή. Έχουν, λοιπόν, ορισμένα καλά στοιχεία. Αυτό, όμως, δεν φτάνει.
Αυτό που δείχνει, τελικά, την πνευματική μας υγεία και ωριμότητα, δεν είναι τα αιτήματά μας προς τον Χριστό, αλλά είναι κάτι άλλο: το «πνεύμα ευχαριστίας». Ο ισορροπημένος και ταπεινός άνθρωπος δεν είναι αυτός που γκρινιάζει, που, φαινομενικά, ζητά τη βοήθεια των ανθρώπων ή του Θεού, αλλά είναι αυτός που ξέρει να ευχαριστεί. Στην αντίπερα όχθη, ο εγωιστής άνθρωπος τι κάνει; Σταματά μόλις το αίτημά του ικανοποιηθεί. Λέει: «Έγινε η δουλειά μου». Πολλές φορές και με το Θεό έτσι είμαστε.
Όμως, το ευαγγέλιο μας δείχνει κάτι πολύ «βαθύ» και ουσιαστικό: ότι αυτός που πραγματικά «βγαίνει απ’ τον εαυτό του» είναι ο ταπεινός άνθρωπος. Είναι αυτός που έχει μια «υπαρξιακή αξιοπρέπεια» και τιμά τη σχέση και είναι ικανός για σχέση. Είναι αυτός που δεν σταματά μέχρι εκεί που λύνεται το πρόβλημά του και ικανοποιείται η επιθυμία του, αλλά είναι αυτός που ξέρει να ευχαριστεί.
Μέσα σ’ όλα παρατηρεί κανείς πως μια συνήθειά μας, ιδιαίτερα των ανθρώπων που είναι στην Εκκλησία, είναι να νομίζουμε πως όλοι μας χρωστάνε. Νοιώθουμε ότι πρέπει να είμαστε το κέντρο του κόσμου και ν’ απαιτούμε. Μάλιστα, όσο λαμβάνουμε αυτό που ζητούμε και νομίζουμε ότι το αξίζουμε και μας το χρωστάνε, νοιώθουμε καλά. Όμως, μόλις μας στερήσει κάποιος κάτι ή, τέλος πάντων, δεν μας κάνει το χατίρι, γίνεται «επανάσταση» και αντιδρούμε. Ουσιαστικά, χρησιμοποιούμε τα γλυκά λογάκια μέχρι εκεί που γίνεται η δουλειά μας. Μόλις στερηθούμε κάτι, βγαίνει μια αντίδραση.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και κάτι άλλο, πιο «πονηρό». Πολλές φορές ευχαριστούμε σαν μια στάση «τακτικής», ώστε να λαμβάνουμε διαρκώς και οι άνθρωποι να είναι του «χεριού μας». Είναι μια μέθοδος και αυτή. Η αληθινή ευχαριστία, όμως, είναι κάτι άλλο: είναι αυτή που εμπλουτίζεται με την πνευματική ωριμότητα. Δηλαδή, ο άνθρωπος ξέρει το μέτρο του, είναι αληθινά ταπεινός και ζητά το έλεος του Θεού. Χαίρεται τους ανθρώπους είτε του δίνουν, είτε δεν του δίνουν, μιας και ξέρει το μέτρο του και, ταυτόχρονα, ευχαριστεί για όλα τον Κύριο.
Αυτή είναι η «ευγενική» και «πλούσια» ψυχή. Αυτό, όμως, για να γίνει δεν είναι απλώς μια καλή ενέργεια του χαρακτήρα μας. Δεν είναι μια βελτίωση του ψυχισμού μας. Σίγουρα είναι και αυτό. Όλο αυτό, όμως, δεν έχει να κάνει τόσο με τη συμπεριφορά, όσο με τη στάση ζωής που επιλέγω. Την υπαρξιακή στάση ζωής. Να ξέρω ποιος είμαι, πού πάω και πού στηρίζομαι. Φυσικά, όλο αυτό είναι «δώρο» του Θεού. Δεν είναι απόκτηση, ούτε απαίτηση του ανθρώπου. Γι’ αυτό, δεν απαιτούμε απ’ το Θεό. Τι κάνουμε; Ζητούμε το έλεός Του ταπεινά και Τον ευχαριστούμε για όλα. Και γι’ αυτά που μας δίνει και γι’ αυτά που δεν μας δίνει.
Άλλωστε, τι λέμε ότι αποτελεί η Θεία Λειτουργία; Δείκτη ζωής. Πώς λέγεται αλλιώς η Θεία Λειτουργία; Θεία Ευχαριστία. Αυτή είναι η ουσία της πνευματικής ζωής. Εμείς επειδή ακριβώς είμαστε πλήρως εγωκεντρικοί και «κλεισμένοι» στον εαυτό μας, θέλουμε ένα Θεό που αποκλειστικά και μόνο θα υπηρετεί τις ανάγκες μας. Μάλιστα, ανάλογα με το αν θα μας τις ικανοποιεί ή όχι, τοποθετούμαστε απέναντί Του. Η ιστορία, όμως, είναι άλλη: ποια είναι η σχέση μου με τον άνθρωπο και, άρα, με το Θεό.
Επομένως, γίνεται ευδιάκριτο πως το αίτημά μου ρυθμίζει και ποια είναι η στάση μου. Προκύπτουν πολλά ερωτήματα: «Άραγε, επικεντρώνομαι στο αίτημά μου ή στο πρόσωπο; Στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους επικεντρώνομαι στο τι κερδίζω και τι χάνω ή μ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος;». Αυτό είναι ήθος και στάση ζωής. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που δεν πλησιάζει τον συνάνθρωπό του με υπολογισμούς, αλλά γι’ αυτόν είναι σημαντικός ο άλλος είτε κερδίζει, είτε χάνει. Ο άλλος έχει πάντα την ίδια αξία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι στα μάτια του άλλου βλέπει τον ίδιο τον Χριστό. Ρώτησαν, κάποτε, τον Άγιο Παχώμιο: «Τόσα χρόνια στην έρημο είδες κάποιο θαύμα στη ζωή σου;». Εκείνος απάντησε: «Σαφώς και είδα. Τον άνθρωπο».
Θα ρωτήσει κάποιος: «Ποιος λειτουργεί έτσι;». Πράγματι οι περισσότεροι μπήκαμε μέσα στην Εκκλησία με μια συμφεροντολογική προσέγγιση και μ’ έναν υπολογισμό να βγούμε κερδισμένοι ή χαμένοι. Εδώ, όμως, είναι η ουσία και η αρχή της πνευματικής ζωής: ερχόμαστε στον Χριστό γιατί θέλουμε να είμαστε «χαμένοι» εξαιτίας Του. Όχι κερδισμένοι εξαιτίας μας. Όχι γιατί το αξίζουμε και όχι γιατί το δικαιούμαστε. Η σχέση μας με το Θεό είναι αυτό ακριβώς: ερχόμαστε να χάσουμε εξαιτίας Του και γι’ αυτό Τον βρίσκουμε. Βρίσκουμε τα πάντα. Μπορεί να μην ικανοποιούνται τα αιτήματά μας, αλλά βρίσκουμε το πραγματικό αίτημα της καρδιά μας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Το λέει πολύ όμορφα ο Άγιος Πορφύριος: «Άλλο πράγμα η θρησκεία και άλλο η Εκκλησία. Η θρησκεία καλύπτει ορμέμφυτες ενστικτώδεις ανάγκες, ενώ η Εκκλησία ωριμάζει μέσα μας την αγάπη και την πίστη στον εαυτό μας, τον συνάνθρωπο και το Θεό. Στη θρησκεία ζητάς και παίρνεις, στην Εκκλησία δίνεις και χάνεις».
Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως η υγιής πνευματική ζωή δεν κρίνεται με εξωτερικά μέτρα. Δηλαδή, δεν κρίνεται απ’ το αν κάνουμε εκείνο ή το άλλο. Αν τηρούμε ή όχι τους κανόνες. Η υγιής πνευματική ζωή φαίνεται από δύο στοιχεία: αν ο άνθρωπος έχει «χαρά» και «ευχαριστία». Γράφει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν: «Πηγή της ψευδούς θρησκείας είναι η ανικανότητα να χαρείς. Δεν μπορεί κάποιος να γνωρίζει ότι υπάρχει Θεός και να μην είναι χαρούμενος». Αν δεν έχει όλα αυτά ο άνθρωπος, χρειάζεται να προβληματιστεί. Βασικά όλοι μας χρειάζεται να προβληματιστούμε.
Το σημαντικό, όμως, είναι ότι το παλεύουμε. Χρειάζεται, φυσικά, να ξέρουμε προς τα πού το παλεύουμε. «Κλεισμένοι» στον εαυτό μας ή κάνουμε μια διαρκή απόπειρα να «βγούμε απ’ τον εαυτό» μας και ν’ αγαπήσουμε τον Χριστό; Μάλιστα, να Τον αγαπήσουμε, όχι γιατί ικανοποιεί τις ανάγκες μας, αλλά γιατί έτσι θέλουμε και αποφασίσαμε. Τότε, θα είμαστε ώριμοι ν’ αγαπούμε και τους ανθρώπους, όχι γιατί μας δίνουν ή κερδίζουμε, αλλά γιατί έτσι είναι η φυσική κίνηση της ύπαρξής μας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούμε και συγχωρούμε τους πάντες. Αντιθέτως, αν δεν μπούμε σ’ αυτή την πορεία, είμαστε εγκλωβισμένοι στην κακομοιριά μας και στα «δεσμά» του εγώ μας.