Η Μυτιλήνη τιμά τον Άγιό της

Spread the love

Τη μνήμη του προστάτη Αγίου της Θεοδώρου Νεομάρτυρος του Βυζαντίου τιμά σήμερα η Μυτιλήνη με τις εμπορικές επιχειρήσεις να παραμένουν κλειστές όπως επίσης και τα σχολεία.

Από τις 7:30 το πρωί έχει ξεκινήσει μαζικά η προσέλευση των πιστών στο Μητροπολιτικό ναό για να προσκυνήσουν το άφθαρτο λείψανο του Αγίου Θεοδώρου ενώ αυτήν την ώρα τελείται η αρχιερατική Θεία Λειτουργία.

Ο Άγιος Θεόδωρος γεννήθηκε το έτος 1774 στο Νεοχώριο του Βυζαντίου, έτσι του προσδόθηκε και το προσωνύμιο Βυζάντιος. Οι γονείς του ονομάζονταν Αναστάσιος και Σμαραγδή και είχε άλλα δυο αδέρφια, τον Αντώνιο και τον Γεώργιο. Οι γονείς του ήταν θεοσεβούμενοι άνθρωποι, που φρόντισαν για τη χριστιανική ανατροφή των παιδιών τους, από την στιγμή πλέον ότι, ο ένας αδελφός του αγίου Θεοδώρου, ο Γρηγόριος, έγινε επίσκοπος Αδριανουπόλεως.

Ο Θεόδωρος από πολύ μικρή ηλικία θέλησε να γίνει ζωγράφος και γι’ αυτό βρέθηκε μαθητής κοντά σε ξακουστό χριστιανό ζωγράφο, που δούλευε στο παλάτι του σουλτάνου Μαχμούτ στην Κωνσταντινούπολη. Παρά την ευσεβή παιδεία του και την εντρύφηση του στις Γραφές και την προσευχή που είχε από νεαρά ηλικία, τα πλανερά θέλγητρα των κοσμικών απολαύσεων και της τρυφής τον οδήγησαν να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί το Ισλάμ.

Μετά από τρία χρόνια στην αυλή του Σουλτάνου, μια τρομερή επιδημία που σκόρπισε τον θάνατο σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης, μέχρι και του σουλτανικού περιβάλλοντος, τον έκανε να συναισθανθεί τη ματαιότητα των απολαύσεων του κόσμου τούτου.

Έτσι λοιπόν, αφού επανήλθε στον εαυτό του, με την πρώτη ευκαιρία έφυγε κρυφά από το παλάτι μεταμφιεσμένος. Στην συνέχεια συγκαταλέχθηκε στην Εκκλησία δια του χρίσματος του Αγίου Μύρωνος και έπειτα πήρε το πλοίο για την Χίο, όπου πέρασε για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού γέροντα.

Οι επανειλημμένες εξομολογήσεις, η μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων και η ανάγνωση των άθλων των Νεομαρτύρων, όπως του Αγίου Πολυδώρου, τον οδήγησαν στην σθεναρή απόφαση  να σφραγίσει την μετάνοια του χύνοντας κι ο ίδιος το αίμα του για τον Κύριο.

Από τη στιγμή που υπερνίκησε με μεγάλους αγώνες τον πειρασμό να εγκαταλείψει την αγία απόφασή του, μετέβη στη Μυτιλήνη μαζί με έναν αδελφό, ο οποίος διαπνεόταν από θεοσεβή ζήλο και είχε ήδη χρηματίσει βοηθός του Αγίου Πολυδώρου. Φόρεσε την μουσουλμανική ενδυμασία και την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, παρουσιάσθηκε στον δικαστή και ομολόγησε με φλόγα την μεταστροφή του, ποδοπατώντας το πράσινο σαρίκι που είχε πετάξει καταγής.

Έκπληκτος αρχικά, ο δικαστής, παίρνοντάς τον για τρελό, τον έριξε στην φυλακή, αλυσοδεμένο, αφήνοντας ελεύθερους τους δεσμοφύλακες να τον μαστιγώνουν ή να τον προπηλακίζουν όπως ήθελαν.  Την επόμενη μέρα αφού παρουσιάσθηκε εκ νέου ενώπιον του δικαστηρίου, οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή και δέχθηκε τριακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Έπειτα άφησαν την πόρτα ανοιχτή για να μπορεί ο οποιοσδήποτε να έρχεται ελεύθερα να τον κτυπά. Έβλεπε τότε κανείς μέχρι και δεκαπέντε μουσουλμάνους να ξυλοκοπούν με λύσσα τον άγιο μάρτυρα, ο οποίος υπέμεινε τα κτυπήματα αγόγγυστα, λέγοντας μόνο με πνιγμένη φωνή: «Είμαι χριστιανός!» Εν συνεχεία στερέωσαν στους κροτάφους του δύο τούβλα που έσφιγγαν τόσο δυνατά με ένα σχοινί, ώστε τα μάτια του έβγαιναν από τις κόγχες τους. Καθώς ο άγιος επικαλούνταν με δυνατές κραυγές την άνωθεν βοήθεια, τον κτύπησαν στο στόμα με μπαστούνια, σπάζοντας τα δόντια του και αφήνοντάς τον ημιθανή.

Ένας νέος χριστιανός ο Γεώργιος, ο οποίος είχε διαβάσει τους άθλους των αρχαίων μαρτύρων, προκάλεσε εκούσια την φυλάκισή του για να μπορεί να παρακολουθεί τους αγώνες του Αγίου Θεοδώρου. Την ώρα που οι Τούρκοι ανέκριναν τον άγιο και τον υπέβαλλαν σε διάφορα μαρτύρια, ο Γεώργιος παρέμεινε στο πλευρό του ασπαζόμενος τα πόδια του και ενθαρρύνοντάς τον με την φωνή του.

Τέλος, βγήκε η απόφαση για την θανατική ποινή και οι δήμιοι ανέσπασαν βιαίως τον Άγιο από τα δεσμά του και τον οδήγησαν χτυπώντας τον στον τόπο της θανάτωσης. Αφού ομολόγησε για μια τελευταία φορά τον Χριστό, τον κρέμασαν στην αγχόνη, αλλά το σχοινί έσπασε και ο Θεόδωρος έπεσε στη γη πληγώνοντας τα γόνατά του. Τον ξανακρέμασαν και τέλος έλαβε έτσι τον πολυπόθητο στέφανο του μαρτυρίου.

Επί τρεις ημέρες οι χριστιανοί έτρεχαν από όλα τα μέρη προκειμένου να κόψουν ένα κομματάκι από το ένδυμά του και να το βουτήξουν στο τίμιο αίμα του που δεν σταματούσε να τρέχει από τις πληγές του, ενώ πραγματοποιούνταν πλήθος ιάσεις. Τρία χρόνια μετά το μαρτυρικό τέλος και την ταφή του Θεόδωρου πραγματοποιείται η εκταφή του. Έκπληκτοι οι χριστιανοί της Μυτιλήνης διαπιστώνουν ότι το Λείψανο του Αγίου δεν έχει υποταχτεί στους φυσικούς νόμους της φθοράς. Το ιερό λείψανο του παρέμεινε αναλλοίωτο, λαμβάνοντας κατά αυτόν τον τρόπο το σημάδι της θείας χάριτος του Θεού.

Το σεπτό λείψανο του Νεομάρτυρα Αγίου Θεοδώρου ενταφιάστηκε, μπροστά στον Ιερό Ναού της Παναγίας της Χρυσομαλλούσας. Το 1881, όμως αναγέρθηκε στη βόρεια πλευρά του ναού, ως συνέχεια του ιερού Βήματος, το ιερό κουβούκλιο του τάφου. Μέσα στο κουβούκλιο αυτό, που αποτελεί ένα καλαίσθητο έργο τέχνης, βρίσκεται ο μαρμάρινος τάφος του Αγίου.

Ο Άγιος Θεόδωρος καθιερώθηκε ως προστάτης Άγιος της Μυτιλήνης πολύ αργότερα το 1936 επί μακαριστού Μητροπολίτου Ιακώβου του Α του από Δυρραχίου. Είχε προηγηθεί το 1832 το θαύμα διάσωσης της Μυτιλήνης από την πανώλη το οποίο τιμάται στην πρωτεύουσα της Λέσβου κάθε χρόνο την τέταρτη Κυριακή του Πάσχα με τη μεγάλη λιτανεία.

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση