Το Αγιασώτικο Καρναβάλι (Μέρος 3ο)

Spread the love

Απέχουμε λίγες μόνο ημέρες από τις Αποκριές και την Καθαρή Δευτέρα, τις κατεξοχήν ημέρες ξεφαντώματος και διασκέδασης μέσα στον χειμώνα, που όλοι τις έχουμε ανάγκη περισσότερο ή λιγότερο. Στο σημερινό τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στο Αγιασώτικο Καρναβάλι θα περιηγηθούμε στα «καρναβαλέλια», στα «τριψίματα» και στον Βάλειο Διαγωνισμό, τον διαγωνισμό για την καλύτερη σάτιρα. 

Να σημειώσουμε εδώ ότι φέτος το Αγιασώτικο Καρναβάλι επιστρέφει δυναμικά μετά από την πανδημία  με πλούσιο πρόγραμμα δράσεων, οι οποίες συνδιοργανώνονται από τον Πολιτιστικό-Καρναβαλικό Σύλλογο Αγιάσου «Ο Σάτυρος», το Αναγνωστήριο Αγιάσου «Η Ανάπτυξη», την Κοινότητα Αγιάσου και την ΑΜΚΕ Visit Agiasos, ενώ στηρίζονται με χρηματοδότηση της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού και της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. 

 

Τα «καρναβαλέλια»

Από το 1922 και μετά, εκτός από τους παραδοσιακούς πειρασμούς της Καθαρής Δευτέρας και τις περικεφαλαίες, έκαναν την εμφάνισή τους χωρατατζήδες, που με τις παρέες τους σατίριζαν ένα σωρό θέματα με διάφορες καταστάσεις. Σαν τέτοια έκαναν εντύπωση το «Ελληνογαλλικό Λύκειο», «Οι Μίσες», «Ο τρελός γιουρούκης», κ.ά.. Όλα αυτά ήταν αυτοσχεδιασμοί και δεν είχαν παρά μόνο θεματικό χαρακτήρα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ξεπετιούνται καινούργιοι ρήτορες, λαϊκοί ποιητές, με δικό τους τρόπο στις εμφανίσεις και τη σάτιρα. Είναι τα παλικάρια που γύρισαν από τα μέτωπα, οι μπαρουτοκαπνισμένοι, οι ξυπνημένοι. Θέλουν κάποια κοινωνική αλλαγή, επιζητούν τη δικαιοσύνη.

Εκφραστές των αιτημάτων αυτών ήταν οι Γιάννης Ακριβλέλλης, Στρατής Σκλέπος, Στρατής Τσαμπλάκος, Νικόλας Στεφανής. Αυτοί μαζί με το Σκλεπάρη γεμίζουν την περίοδο 1922-1935 με στίχους μέτριους, μα που η σάτιρά τους εκτείνεται και σε κοινωνικά θέματα.

Παράλληλα οι μικροί δοκιμάζουν τα φτερά τους για τα ποιητικά τους πετάγματα. Από τους λαϊκούς ποιητές αυτής της περιόδου 1935-1940, τα επονομαζόμενα «καρναβαλέλια», το καρναβάλι μπήκε σε καινούργια φόρμα. Το τελετουργικό άλλαξε τόπους και χρόνο εμφανίσεων και το σημαντικότερο καθιέρωσε για εκφραστικό του όργανο την Αγιασώτικη ντοπιολαλιά. Μα, ας δούμε τους συντελεστές αυτής της αλλαγής που οφείλεται σε πολλά αίτια. Οι πρώτοι ποιητές της περιόδου 1914-1922 και οι δεύτεροι της περιόδου 1922-1935, επηρεασμένοι από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ξεστράτισαν από τις παραδοσιακές Αποκριές με δική τους σάτιρα που ασκούσε κοινωνικό έλεγχο και κριτική. 

Οι νέοι της περιόδου 1935-1940, που βίωσαν τις εμπειρίες της πολύπαθης περασμένης γενιάς, η κάποια μόρφωσή τους, η κοινωνική ανακατάταξη, η δικτατορία του Μεταξά, η Γερμανική Κατοχή, τους ακόνισαν το μυαλό και τους προβλημάτισαν παραπέρα, έτσι που έκαναν τον καρνάβαλο πιο πνευματικό και τη σάτιρά του να εκτείνεται ακόμα και σε οικουμενικά προβλήματα που απασχολούν τον όπου γης άνθρωπο.

Απ’ τους πρώτους που γράψανε σάτιρα κείνη την εποχή ήταν ο Αλέκος Κυπριωτέλλης, ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάννας, ο Στρατής Αναστασέλλης, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Μιχάλης Πασχαλιάς, ο Χαρίλαος Κορομηλάς, και άλλοι. Φέρνουν καινούργια μηνύματα, καινούργιο τρόπο έκφρασης ιδεών. Δεν κάνουν απλώς μασκαρέματα για να τέρψουν το ακροατήριό τους, αλλά για να φρονηματίσουν, να παραδειγματίσουν, να καυτηριάσουν με το θερμοκαυτήρα της πένας τους το σάπιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος, σαν τον χειρουργό. Χτυπούν αλύπητα τα στραβά, μιλάνε σταράτα τα αδιάντρουπα, λένε τη σκάφη, σκάφη. Οι ποιητές αυτοί, που οι γραμματικές τους γνώσεις δεν ξεπερνούν του δημοτικού, όλοι απλοί ξωμάχοι, τεχνίτες, εργάτες, στ’ αργαστήρια, στα λιοκτήματα, στους καφενέδες, παντού, δένουν στο μυαλό τους το στίχο, τα όσα διαδραματίζονται στο χώρο της μικρής κοινωνίας που ζουν, μα και γενικά σε παγκόσμια κλίμακα. Κάνουν τραγούδι τους καημούς και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων, σκώμμα και περιγέλιο τα όσα τραβούν απ’ τη στραβοκεφαλιά τους.

 

Ο «Βάλειος» Διαγωνισμός

Ο θρίαμβος των νέων φάνηκε καθαρά στα πρώτα «Βάλεια», διαγωνισμό που προκήρυξε το Αναγνωστήριο για την καλύτερη σάτιρα το 1938, τιμώντας το μεγάλο ευεργέτη του Ιδρύματος Θόδωρο Κουκουβάλα.

Αξίζει να επισημάνουμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή της δικτατορίας του Μεταξά. Παρόλα αυτά, ο καρνάβαλος δεν φιμώνεται. Βγάζει στη φόρα τ’ άπλυτα όλων αυτών που διαφέντευαν τότε τις τύχες του χωριού και των ανθρώπων του. 

Μια από τις βασικές απαιτήσεις των διακηρύξεων των πρώτων τουλάχιστον χρόνων του Βάλειου Διαγωνισμού ήταν να διατηρηθεί το έθιμο να σατιρίζονται πρόσωπα και καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας, χαρακτηριστικοί τύποι, επίκαιρα γεγονότα και επαγγέλματα, αυτό ακριβώς που ήταν το κύριο γνώρισμα της Νέας και Μέσης Αττικής Κωμωδίας. Προσφιλής στόχος των σατιρογράφων ήταν οι γέροι, οι γριές και οι κοπέλες. Γιατί άραγε; Γιατί, σε γιορτές βακχικές, οργιαστικές, όπως η Αποκριά, η νηφαλιότητα των γέρων είναι αταίριαστη με τον ερωτικό οργασμό και τη ζωντάνια των νέων. Η γριά εξάλλου χώνει παντού τη μύτη της. Στα προξενειά, στα διαζύγια, στους καβγάδες, στα μάγια, σε κάθε είδους κουτσομπολιού. Αλλά, ό,τι ακούνε οι γέροι και οι γριές, είναι χάδια μπροστά στην επίθεση που υφίστανται οι κοπέλες από τον καρνάβαλο. Αν τα γηρατειά τους ερεθίζουν, τα κορίτσια, με την ερωτική τους δυστροπία, τους σεμνότυφους δισταγμούς, τους συμφεροντολογικούς υπολογισμούς και γενικά με την αντίσταση που προβάλλουν στους ερωτικούς πόθους των παλικαριών, τους κάνουν έξω φρενών. Όλο το χρόνο ο άντρας σέρνεται πίσω από το φουστάνι, σκλάβος των θέλγητρων των γυναικών. Την Αποκριά είναι καιρός να ξεσπάσει, να εκδικηθεί για τις ταπεινώσεις που υφίσταται το ανδρικό γόητρο. Και σαν να του λύνονται ξαφνικά τα μάγια, βλέπει με τα μάτια του καρνάβαλου τα κορίτσια γεμάτα ελαττώματα.

 

Τα «τριψίματα»

Απομεινάρια της βακχικής  αντίληψης για τη ζωή, με πρωταγωνιστή τον θεό Διόνυσο, που έχει ταυτιστεί με τον φαλλό, ως σύμβολο γονιμότητας, είναι και τα «τριψίματα», δίστιχα ομοιοκαταληκτικά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα, καθώς και τα «ιμτζουρώματα» αυτών που «αρχιώντι».

Είναι ολοφάνερη η σχέση του τριψίματος με τον αρχαίο διθύραμβο. Είναι χορικά άσματα (δηλαδή χορωδιακά τραγούδια), που τραγουδιούνται και χορεύονται κυκλικά από τον χορό (αρχίζει ο κορυφαίος και επαναλαμβάνει ο χορός), υμνούν τα γεννητικά όργανα και τη σεξουαλική πράξη, αποδίδονται με τον αφηγηματικό ίαμβο, διατηρούν τη μορφή αυτή και δεν εμπλουτίζονται με τα πρόσωπα και τα στοιχεία του αρχαίου δράματος (δηλαδή τους προσωπιδοφόρους ηθοποιούς και το διάλογο).

Στον αρχαίο διθύραμβο τα μέλη του χορού βάφονταν με την τρυγία, το κατακάθι του σταφυλιού, που είχε χρώμα κόκκινο. Στην Αγιάσο του 1950 τα μέλη του χορού βάφονταν ακόμα με κόκκινα κραγιόνια. Στο σύγχρονο τρίψιμο μουτζουρώνονται με κάρβουνο. Στον αρχαίο διθύραμβο τα μέλη του χορού «ορχούνταν», που σημαίνει χόρευαν, μετείχαν στον όρχο, δηλαδή στον κύκλο των μυστών της διονυσιακής λατρείας. Στο τρίψιμο τα μέλη του χορού «αρχιώντι» που σημαίνει επίσης χορεύουν. Η λέξη προέρχεται από εκφυλισμό της αρχαιοελληνικής λέξης «ορχούνται». Ανακεφαλαιωτικά μπορούμε να πούμε ότι το τρίψιμο είναι διθύραμβος που δεν εξελίχτηκε σε τραγωδία.

*Το πλούσιο υλικό για το Αγιασιώτικο Καρναβάλι παρουσιάσαμε κατόπιν ευγενικής παραχώρησης του συγγραφέα, λαογράφου-ερευνητή του Αγιασιώτικου Καρναβαλιού και σατιρογράφου με καταγωγή από την Αγιάσο, Παναγιώτη Κουτσκουδή, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά. Του ευχόμαστε ολόψυχα καλή δύναμη στο σημαντικό έργο του. 

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση