Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Ο Χριστός είναι ο Νυμφίος μας. Αυτό προτείνει η Εκκλησία μας. Μας καλεί σε μια σχέση «γάμου» μαζί Του. Μας καλεί σε μια προσωπική συνάντηση, ώστε να ενωθούμε μαζί Του. Γι’ αυτό, έρχεται η Εκκλησία μας και τη Μ. Δευτέρα, τη δεύτερη ακολουθία του Νυμφίου, μας υπενθυμίζει την παραβολή των «Δέκα Παρθένων».
Οι δέκα παρθένες ήταν έτοιμες γι’ αυτή τη σχέση με τον Χριστό. Ήταν σε εγρήγορση. Όμως, ξαφνικά, μας λέει η παραβολή, ήρθε ο Κύριος στο μέσο της νύκτας και δεν ήταν όλες έτοιμες. Οι πέντε, που χαρακτηρίζονται «φρόνιμες», ήταν έτοιμες, ενώ οι άλλες πέντε δεν ήταν έτοιμες, μιας και δεν είχαν λάδι για τις λαμπάδες τους, ώστε να είναι αναμμένες για να υποδεχθούν το Νυμφίο Χριστό. Έτσι, έμειναν έξω απ’ το Νυμφώνα, δηλαδή, έξω απ’ αυτή τη σχέση μαζί Του.
Αυτό σημαίνει για μας ότι ο τρόπος για να γίνουμε αποδεκτοί σ’ αυτή τη σχέση, είναι να έχουμε «αναμμένη τη λαμπάδα» μας. Να είναι «αναμμένο» το «φως» του πόθου μας για τον Χριστό. Να είναι «αναμμένη» η «λαμπάδα» της ψυχής μας που είναι αφοσιωμένη στο Νυμφίο και στην προσμονή Του. Να μην αφεθούμε και να μην πέσουμε σε ακηδία και αδιαφορία.
Θα ρωτήσει, ίσως, κάποιος: «Ποιο είναι αυτό το «λάδι» που κρατάει «αναμμένη» τη «λαμπάδα» για τον Χριστό;». Όπως αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι η «ελεημοσύνη». Όσα συμβαίνουν στη Μ. Εβδομάδα είναι «μυστήρια» και «περίεργα» πράγματα. Σήμερα μιλάμε για «λαμπάδα» και για «φως», με τα οποία εκφράζουμε τη «δίψα» μας για τον Χριστό. Όμως, αυτά σε καμιά περίπτωση δεν είναι άσχετα και αποκομμένα απ’ την ελεημοσύνη. Δηλαδή, «λαμπάδα» και «φως» πάνε μαζί και συνδέονται άμεσα με την ελεημοσύνη προς τους συνανθρώπους μας. Δεν μπορεί «ν’ ανάψει» η «λαμπάδα» με φως, αν δεν έχουμε φιλανθρωπία, ελεημοσύνη και ευσπλαχνία.
Πάλι κάποιος θα ρωτήσει: «Γιατί αποκαλούνται «μωρές» οι παρθένες;». Σύμφωνα πάλι με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αποκαλούνται «μωρές» γιατί, ενώ νίκησαν τη σάρκα και τις επιθυμίες, κρατώντας την παρθενία, όπου παρθενία δεν είναι μόνο η «σωματική παρθενία», αλλά και η «πνευματική», δηλαδή η πλήρης αφοσίωση στο Θεό, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τη σκληροκαρδία και την αδιαφορία προς τον πλησίον. Ουσιαστικά, το «λάδι» που δεν έχουν οι «μωρές», είναι τα έργα φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης που λείπουν απ’ τη ζωή τους. Αυτό προκαλεί σε όλους τρομερή εντύπωση, διότι κατόρθωσαν τα δυσκατόρθωτα, όπως ήταν η παρθενία, η νηστεία και η προσευχή, και χάθηκαν γιατί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν ένα «ποτήρι νερό» στο συνάνθρωπό τους.
Όλη αυτή η ιστορία έχει να μας φανερώσει κάτι πολύ βασικό: ότι τίποτα δεν είναι αποδεκτό στο Θεό αν δεν έχει μέσα του ευσπλαχνία. Εμείς πολλές φορές μέσα στη διάθεσή μας ν’ ασκήσουμε την αρετή, με στόχο να ζητήσουμε ανταμοιβή απ’ το Θεό, σκληραίνει η καρδιά μας και γινόμαστε ανελεήμονες. Είναι συχνό φαινόμενο αυτό στο χώρο της Εκκλησίας. Αυτός που νομίζει πως είναι του Θεού και κρατάει τον τύπο, γίνεται απορριπτικός, κατακριτικός και ελεγκτικός. Αυτός προσομοιάζει με τις «μωρές παρθένες» και δεν έχει θέση στο Νυμφώνα και στη σχέση με το Νυμφίο. Δεν μπορεί να ταιριάξει μ’ αυτό το Νυμφίο.
Για να καταστεί ελκυστικός κάποιος άνθρωπος για το Νυμφίο, χρειάζεται να είναι εύσπλαχνος, συμπαθής και συγκαταβατικός. Να καταλάβει πως η αγάπη προς το Θεό περνάει μέσα απ’ τα μάτια του αδελφού του. Επομένως, να είμαστε επιεικείς και εύσπλαχνοι. Να μην κατηγορούμε τους ανθρώπους, να μην θέτουμε τους ανθρώπους «εντός» και «εκτός» Εκκλησίας και να λέμε πως αυτοί «δεν είναι του Θεού» και οι άλλοι «είναι». Δυστυχώς ή ευτυχώς, άλλη είναι η κρίση του Θεού και άλλη των ανθρώπων.
Αυτό που οφείλουμε εμείς να κρατήσουμε μέσα μας είναι το εξής: ο Χριστός είναι ο Νυμφίος της ψυχής μας. Χρειάζεται να έχουμε πνευματική εγρήγορση και να είμαστε αφοσιωμένοι σ’ αυτή την προοπτική. Να έχουμε «αναμμένο» τον πόθο μας για τον Χριστό. Πώς θα είναι «αναμμένος»; Όταν προσφέρουμε και ελεούμε τον πλησίον μας. Καμιά αρετή δεν είναι αποδεκτή στο Θεό, αν δεν έχει αγάπη και ευσπλαχνία για τον άλλον. Ο άνθρωπος που ασκεί την αρετή χωρίς αγάπη, μάλλον, για κάποιον άλλον την ασκεί. Ένας Γερμανός θεολόγος, ο Μπονχέφερ, γράφει κάτι ωραίο: «Το να είσαι χριστιανός δεν σημαίνει να είσαι θρησκευόμενος, αλλά να είσαι άνθρωπος».
Τον Χριστό δεν τον ενδιαφέρει απλώς εξωτερικά ν’ ασκήσουμε μια αρετή, αλλά να έχουμε και ανάλογο φρόνημα, όπως οι «φρόνιμες παρθένες», που είχαν το «λάδι», δηλαδή, την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη. Στο ευαγγέλιο ακούμε πάρα πολλά «ουαί» που είπε ο Χριστός προς τους γραμματείς και Φαρισαίους. Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας, αφού διαβάσουμε καλά την παραβολή: «Μήπως, διαχρονικά αυτοί οι Φαρισαίοι αποτυπώνονται πιο καλά σ’ εμάς, τους σύγχρονους χριστιανούς που κοιτούμε τον τύπο και όχι την ουσία;». Σήμερα δεχόμαστε ευχάριστα να κολάζονται οι άνθρωποι χωρίς να πονάει η ψυχή μας. Μήπως, τελικά, δεν εξαφανίστηκαν οι «Φαρισαίοι», αλλά θα τον συναντήσουμε μπροστά μας αν κοιτάξουμε τον καθρέπτη στο σπίτι μας;
Αυτά δεν τα λέμε για να κατακρίνουμε κάποιον, αλλά για να αναστοχαστούμε την πραγματική μας πορεία. Αυτό θα συμβάλει ώστε να φτάσουμε όλοι μας σε μια κατάσταση μετάνοιας, όπου η καρδιά μας θα είναι «ανοιχτή» μπροστά στο Νυμφίο Χριστό. Έτσι, δεν θα μας πει: «Δεν σας γνωρίζω. Είναι κλειστή η πόρτα του Νυμφίου». Αντιθέτως, θα μας ανοίξει και θα έχουμε «ένδυμα γάμου». «Ένδυμα γάμου» είναι η μετάνοια και η αγάπη.