Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Την Κυριακή έχουμε την πρώτη μαρτυρία αναστάσεως του Χριστού (Ιω. κ΄ 19-31). Ο Χριστός κεκλεισμένων των θυρών εμφανίζεται στους μαθητές Του, ενώ απουσίαζε, όμως, ο απόστολος Θωμάς. Όταν οι απόστολοι μαρτύρησαν αυτό το γεγονός στο Θωμά, ο ίδιος ζήτησε, ώστε να βεβαιωθεί για τον αναστάντα Χριστό, να έχει τη μαρτυρία προσωπικά ο ίδιος. Πώς; Με το να ψηλαφήσει τον Κύριο και τους τύπους των ήλων.
Αυτό, βεβαίως, για κάποιους μπορεί να θεωρηθεί μια «προσβολή» και μια πρόκληση. Όπως λένε, όμως, οι Πατέρες μας: «Αυτή η απιστία του Θωμά είναι μια απιστία που οδηγεί στην επίγνωση». Ο Θωμάς ζητούσε να έχει μια προσωπική σχέση με τον Χριστό και μια προσωπική μαρτυρία της αναστάσεώς Του. Αυτό δεν είναι κακό. Άλλωστε, αυτή είναι η πρόκληση της ζωής μας: να έχουμε πόθο συνάντησης με τον αναστάντα Χριστό. Να έχουμε προσωπική σχέση μαζί Του. Να μην αφηνόμαστε απλώς σε βεβαιώσεις τρίτων προσώπων. Να μην έχουμε «δανεική μαρτυρία» και εμπειρία της αναστάσεως του Χριστού. Ο κάθε άνθρωπος είναι απαραίτητο να έχει αυτή την εμπειρία της «ζωντανής» και προσωπικής σχέσης με τον Χριστό.
Έτσι, ο Κύριος δίδει τα δώρα Του. Ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Θωμά. Μετά από λίγο, εμφανίζεται κεκλεισμένων των θυρών και καλεί το Θωμά να ψηλαφήσει τους τύπους των ήλων, ώστε να βεβαιωθεί για τον Ίδιο και για την ανάστασή Του. Άρα, σ’ αυτό το οποίο ζήτησε ο Θωμάς, ανταποκρίθηκε ο Κύριος. Αξίζει, όμως, να δούμε ποιες προϋποθέσεις χρειάζονται για να ανταποκριθεί και στα δικά μας αιτήματα.
Αρχικά, η βασική προϋπόθεση είναι να υπάρχει πραγματικός πόθος γι’ Αυτόν. Όχι απλώς μια περιέργεια διανοητική περί του Θεού. Αυτός ο πόθος πότε είναι αληθινός; Όταν συνοδεύεται με την ανταπόκριση σ’ αυτή τη συνάντηση. Μια συνάντηση που μου αποκαλύπτει την πραγματική ζωή. Δηλαδή, μου δίδεται η μαρτυρία του Χριστού. Αλλάζει η ζωή μου και όντως Τον ακολουθώ. Δεν είναι μια στιγμή ικανοποίησης μιας περιέργειας, αλλά είναι ένας πόθος που αλλάζει τη ζωή μου και γίνομαι ένας «νέος άνθρωπος».
Παρ’ όλα αυτά, ο πόθος από μόνος του δεν είναι αρκετός. Χρειάζεται να συνοδεύεται από άλλα δύο στοιχεία: το πρώτο είναι η ταπείνωση. Ο πόθος, αναμφίβολα, συγκλονίζει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος τι λέει; «Δε ζω χωρίς εσένα Θεέ μου». Αυτό είναι ταπείνωση. Δεν είμαι αυτάρκης, δηλαδή, μόνο απ’ τον εαυτό μου. Μου λείπει κάτι. Δεν είναι αρκετά ούτε η αρετή μου, ούτε τα χαρίσματά μου, για να μπορέσω να συναντήσω τον Χριστό. Παραδίδομαι, λοιπόν, σ’ Αυτόν.
Η ταπείνωση είναι το βασικότερο στοιχείο για να μας δώσει ο Χριστός τα χαρίσματα. Πολλές φορές αναρωτιόμαστε: «Γιατί δε μας δίνει ο Θεός τα χαρίσματα;». Η απάντηση είναι απλούστατη: εξαιτίας της έπαρσής μας και του κρυφού μας εγωισμού. Ίσα-ίσα, αν μας δώσει τα χαρίσματα, θα μας κάνει φοβερό κακό. Γι’ αυτό, μπορούμε να θέσουμε ένα άλλο ερώτημα: «Θέλουμε όντως να ανταποκριθεί ο Κύριος στα αιτήματά μας;». Να έχουμε πόθο και ταπείνωση. Να παραδεχθούμε και να πούμε: «Τίποτα δεν είναι δικό μας και όλα είναι δικά Του». Πάντοτε να το έχουμε αυτό κατά νου.
Δεύτερο στοιχείο: να έχουμε φιλαδελφία και φιλανθρωπία. Να μην κατηγορούμε, να μην κακολογούμε, να μην κατακρίνουμε. Δεν μπορώ να ζητώ το έλεος, τη χάρη και την αγάπη απ’ το Θεό και να μην λειτουργώ και εγώ με τον ίδιο τρόπο. Αυτός είναι ο τρόπος που ανταποκρίνεται ο Κύριος στους πόθους μας και στις αιτήσεις μας.
Αξίζει, όμως, να δούμε και κάτι άλλο απ’ την ευαγγελική περικοπή. Προκύπτει ένα ερώτημα: «Γιατί ψέγει και ελέγχει, κατά κάποιον τρόπο, ο Κύριος το Θωμά, λέγοντάς του: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Αυτό συμβαίνει διότι ο Θωμάς επέλεξε έναν τρόπο συνάντησης με τον Κύριο που μαρτυρεί μια προσωπική και πνευματική του αδυναμία και «αναπηρία». Ο Θωμάς επέλεξε το «χαμηλότερο επίπεδο» συνάντησης με τον Κύριο: το επίπεδο «των αισθήσεων».
Είναι γεγονός πως το λιγότερο συγκλονιστικό πεδίο στο οποίο συναντούμε τον Χριστό και τους ανθρώπους, είναι το πεδίο των αισθήσεων. Το πιο σημαντικό είναι ο λόγος, είναι το βλέμμα, είναι η επικοινωνία, είναι αυτό που εκπέμπει ο κάθε άνθρωπος. Είναι σαν να λέει ο Χριστός στο Θωμά: «Δεν ήταν αρκετό Θωμά ν’ ακούσεις το «ειρήνη υμίν»; Ήθελες και να με ψηλαφήσεις; Το πνεύμα του Κυρίου που εξέπεμπε αυτή την ειρήνη, δε σου ικανοποιούσε τα αιτήματα, για να πεις «να, είναι ο γνωστός μου, είναι αυτός που ήξερα ότι είναι ο Χριστός»; Εσύ ήθελες ν’ αγγίξεις και τους τύπους των ήλων;».
Φυσικά, ικανοποίησε ο Κύριος το αίτημά του. Ταυτόχρονα, εντούτοις, φανερώνει σ’ όλους μας ποιο είναι το ανώτερο, το πιο σημαντικό και αυτό που μαρτυρεί τον «πλούτο» της ψυχής του ανθρώπου. Γι’ αυτό λέει: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Δηλαδή, αυτοί που δεν χρειάζεται ν’ αγγίξουν τους τύπους των ήλων και τους φτάνει ο λόγος, ώστε να καταλάβουν ποιος είναι. Και μόνο το «ειρήνη υμίν» τους φτάνει για να πουν: «Να, αυτός είναι ο αναστάς Χριστός».
Αυτό συμβαίνει πολλές φορές και στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν δεν μου φτάνει να εισπράξω το «πνεύμα» του άλλου ανθρώπου, αλλά θέλω και αντικειμενοποιημένες αποδείξεις της παρουσίας και της αγάπης του, όλα αυτά μαρτυρούν την εσωτερική μου «πτωχεία» και έλλειψη. Ο αναστημένος Χριστός, φανερώνοντας στους μαθητές Του τις πληγές του, προσπαθεί να τους μυήσει και σε μια άλλη μεγάλη αλήθεια της ύπαρξης: ότι κάθε αγάπη είναι θυσία και σταυρός. Δεν υπάρχουν αληθινές αγάπες που δεν σταυρώθηκαν.
Ο Κύριος, επομένως, για ακόμη μια φορά μάς παιδαγωγεί. Ναι μεν συγκαταβαίνει στους πόθους μας, αλλά μας ανεβάζει και σ’ ένα άλλο επίπεδο συνάντησης και αίσθησης του Χριστού. Ο άνθρωπος που έχει εμπειρία της θείας ευχαριστίας, της προσευχής, της χάριτος του Θεού, έχει άλλους τρόπους για να δεχθεί την παρουσία του Θεού και να βεβαιωθεί για την ανάσταση του Χριστού. Αυτός ο άνθρωπος δεν εξαντλεί την μαρτυρία απλώς και μόνο στις αισθήσεις του.
Γιατί το κάνει αυτό; Διότι έχει «ανοιχτά» τα πνευματικά του αισθητήρια, πορευόμενος στην προσωπική του οδό και στην άσκησή του, η οποία είναι αποδεκτή και ευλογημένη, εφόσον, έχει τα στοιχεία που είπαμε πριν: τον πόθο για συνάντηση με το Θεό, την ταπείνωση και τη φιλαδελφία.