Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Την Κυριακή θα διαβάσουμε στην Εκκλησία την παραβολή του «Μεγάλου Δείπνου». Διαβάζουμε πως ετοίμασε ο Κύριος δείπνο και όταν ήταν όλα έτοιμα, εκλήθησαν οι άνθρωποι. Όλοι, όμως, εξαιτίας των μεριμνών τους, αρνήθηκαν να προσέλθουν στο δείπνο, προφασιζόμενοι διάφορες δικαιολογίες: ο πρώτος είπε ότι είχε ν’ ασχοληθεί με τις εργασίες του στους αγρούς, ο δεύτερος είπε ότι είχε να δει τα πέντε ζεύγη βοδιών, που είχε υπό την κατοχή του, (ο αριθμός «πέντε», σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, συμβολίζει τις πέντε αισθήσεις και την ενασχόληση των ανθρώπων μ’ αυτές), και ο τρίτος είπε ότι έκανε γάμο και δεν μπορούσε να έρθει.
Τι μπορεί να παρατηρήσει κανείς σ’ όλη αυτή την πρόταση – παραβολή του Χριστού; Να δούμε το πρώτο στοιχείο. Αρχικά, είναι φανερό πως δε μας καλεί ο Κύριος σε αγγαρεία και παιδεμό. Σε δείπνο μας καλεί. Σε χαρά μας καλεί. Δε ζητάει να Του προσφέρουμε, αλλά ζητά Εκείνος να μας προσφέρει. Θέλει να τραφούμε και να ζήσουμε. Άρα, καταλαβαίνουμε απ’ αυτό ότι η σχέση μας με το Θεό είναι ελευθερία, είναι ζωή, είναι «γεύση» και αίσθηση ο Θεός.
Πώς γίνεται αυτή η συνάντηση στο δείπνο; Προηγείται η πρόσκληση. Μας προσκαλεί ο Κύριος. Όλο τον κόσμο προσκαλεί. Χωρίς την πρόσκλησή Του τίποτα δε γίνεται. Μη νομίζουμε, όμως, ότι η πρόσκληση γίνεται μ’ έναν εκκωφαντικό τρόπο. Ο Χριστός μάς προσκαλεί με πάρα πολλούς τρόπους. Με τρόπους που δεν καταλαβαίνουμε. Με τρόπους ταπεινούς και ασήμαντους. Καθημερινά δεχόμαστε προσκλήσεις. Όμως, οι απασχολήσεις μας και το «κλείσιμο στον εαυτό μας» μας καθιστούν κωφούς, τυφλούς και βλέπουμε τον Κύριο να «ζητιανεύει» κυριολεκτικά τη ψυχή μας για να τη θεραπεύσει.
Ποια είναι η ευθύνη μας; Να «ενεργοποιήσουμε» τις αισθήσεις μας και να βλέπουμε ότι μας προσκαλεί. Μας προσκαλεί, όχι για να μας ζητήσει εξηγήσεις, όχι για να λογαριαστεί μαζί μας, αλλά για να μας θρέψει, να μας δώσει το «δείπνο της ζωής», ώστε να τραφούμε και να ζήσουμε. Είτε δουλεύουμε, είτε έχουμε κάποια απασχόληση, είτε γάμο κάνουμε, χωρίς τροφή δε ζούμε. Δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς αυτό το δείπνο του Κυρίου.
Αξίζει, φυσικά, να δει κανείς και τις αρνήσεις των προσκεκλημένων της παραβολής. Τι είδους αρνήσεις ήταν αυτές; Θα πει κάποιος: «Ήταν άσχημο και κακό ο άλλος να έχει την απασχόλησή του, τη δουλειά του και να κάνει το γάμο του; Είναι μεμπτό αυτό; Είναι λάθος αυτό;». Σήμερα πρέπει ν’ απαντηθεί επιτέλους το εξής ερώτημα: «Τι είναι και τι δεν είναι αμαρτία; Τι είναι και τι δεν είναι κακό;». Κατ’ αρχάς, χρειάζεται να τονιστεί ότι όλα είναι καλά. Όλα είναι ευλογημένα. Η αμαρτία δεν έχει σχέση με το πόσο αφιερωνόμαστε σε κάτι. Η αμαρτία δεν εξαρτάται απ’ το πόσο αφοσιώνεται η καρδιά μου σε κάτι. Η αμαρτία έγκειται στην αυτονόμησή μας: ότι βγάλαμε το Θεό απ’ τη ζωή μας. Θέλουμε να υπολογίσουμε τη ζωή μας χωρίς Αυτόν και Τον έχουμε απλώς για τις θρησκευτικές μας ανάγκες.
Συνηθίζουμε να λέμε: «Αυτό είναι ιερό και αυτό δεν είναι ιερό». Αυτή είναι, όμως, η αμαρτία μας: ξεχνάμε ότι όλα είναι ιερά. Η μετάνοιά μας είναι να τα συνδέσουμε όλα με τον Χριστό. Για να το συνδέσουμε με την παραβολή: το θέμα δεν είναι αν αγρό αγόρασε, αλλά αν τον αγόρασε μαζί με τον Χριστό. Το θέμα δεν είναι αν έκανε γάμο, αλλά αν έκανε γάμο εν Χριστώ. Το θέμα δεν είναι αν απασχολείτο με τις πέντε αισθήσεις του, αλλά αν μέσα στις πέντε αισθήσεις του «μπόλιασε» τον Χριστό και
«χριστοποιήθηκαν». Ο στόχος πάντα είναι ο Χριστός.
Δηλαδή, όλη η πνευματική κατάσταση είναι να τα ζήσουμε όλα παρέα με τον Χριστό. Όλα, τότε, αποκτούν άλλο περιεχόμενο. Η βάση για να τα ζήσουμε όλα αυτά για εμάς τους Χριστιανούς, είναι η Αγία Τράπεζα, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Οτιδήποτε δεν έχει αναφορά και προοπτική το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είναι μια ταλαιπωρία και μια διάλυση της προσωπικότητάς μας. Αν θέλει κανείς να βρει πώς πρέπει να ζήσει και ποιος είναι ο αυθεντικός τρόπος ζωής, τα βρίσκει σε δύο λόγια που ακούμε στη Θεία Λειτουργία: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα». Αυτό σημαίνει με απλά λόγια: «Αυτά που μου έδωσες, Θεέ μου, τη ζωή μου, την υγεία μου ή την αρρώστια μου, την φτώχεια μου ή τον πλούτο μου, τα χωράφια μου ή την ακτημοσύνη μου, τις αισθήσεις μου, όλα αυτά είναι δώρα Σου. Σου τα δίνω». Και ο Θεός τα επιστρέφει «χριστοποιημένα». Μου τα δίνει σε μια άλλη διάσταση. Έχουν άλλο νόημα και περιεχόμενο.
Ήρθε η στιγμή να καταλάβουμε πως η Εκκλησία δε μας προσφέρει μια «πρόταση ηθικής». Η Εκκλησία δεν είναι ένα «ίδρυμα καλών ανθρώπων», αλλά είναι μια αποκάλυψη ζωής. Βλέπετε την αντίφαση; Σήμερα ο κόσμος φοβάται ο ένας να μη φάει τον άλλον. Ο Χριστός, όμως, προσφέρεται δωρεάν, θεληματικά και εκούσια: «Ελάτε να με φάτε να ζήσετε. Είστε η χαρά μου, είστε η ζωή μου, είστε τα παιδιά μου». Βρήκαμε, επομένως, τη λύση: είναι η Αγία Τράπεζα. Είναι μια μπουκιά: ψωμί και κρασί που μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Χριστού και εκεί βρίσκουμε τη χαρά μας.
Καταλαβαίνω, τότε, ότι μαζί με τον Χριστό, συμμετέχοντας σ’ αυτό το δείπνο, και τα χωράφια μου θα δω, και τις αισθήσεις μου θ’ απολαύσω, και τη γυναίκα μου και τον άντρα μου θα χαρώ, αλλά θα είμαι μια φωτεινή παρουσία στον κόσμο. Δε θα είμαι ένας «περιφερόμενος θάνατος» που θα επιδεινώνει την κατάθλιψη και την απογοήτευση του κόσμου, αλλά θα είμαι μια «φωτεινή λαμπάδα», της οποίας το φως δε θα προέρχεται από μένα, αλλά θα προέρχεται απ’ το ότι μπόρεσα και αγάπησα την Αγία Τράπεζα, αγάπησα αυτό το δείπνο, αγάπησα Αυτόν που είναι η Ζωή.