Η πρόσφατη ανακοίνωση της Λιβύης σχετικά με την πρόθεσή της να δημοπρατήσει θαλάσσια οικόπεδα για εξορύξεις υδρογονανθράκων, σε συνδυασμό με ενέργειες που υποδηλώνουν σεβασμό στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αναδιαμορφώνει το γεωπολιτικό τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η κίνηση αυτή όχι μόνο αμφισβητεί το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019, αλλά δημιουργεί μια νέα σελίδα στις σχέσεις Ελλάδας-Λιβύης, ενισχύοντας την περιφερειακή σταθερότητα και τις προοπτικές ενεργειακής συνεργασίας.
Το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που υπογράφηκε εν κρυπτώ στις 27 Νοεμβρίου 2019, αποτελούσε μια παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και μια προσπάθεια σφετερισμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Η συμφωνία αυτή, η οποία επιχείρησε να χαράξει θαλάσσιες ζώνες αγνοώντας την παρουσία και τα δικαιώματα των ελληνικών νησιών, όπως η Κρήτη, η Ρόδος, η Κάρπαθος και το Καστελόριζο, προκάλεσε δικαιολογημένη αντίδραση στην Ελλάδα και καταδικάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή κοινότητα.
Όπως έχει τονίσει ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» πάσχει θεμελιωδώς, στερούμενο νομικού κύρους. Η σύναψή του παραβίασε τις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, ενώ αγνόησε επιδεικτικά τις διατάξεις της UNCLOS του Montego Bay του 1982 σχετικά με την οριοθέτηση ΑΟΖ. Επιπλέον, η συμφωνία δεν έλαβε την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων της Λιβύης, καθιστώντας την άκυρη και σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας.
Η νέα στάση της Λιβύης, η οποία εκδηλώνεται με την πρόθεση διεξαγωγής διαγωνισμών για την εκμετάλλευση θαλάσσιων οικοπέδων, σηματοδοτεί μια ριζική μεταστροφή. Η στάση αυτή αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα προς την Τουρκία και μια ένδειξη προσήλωσης στο Διεθνές Δίκαιο. Με την κίνησή της αυτή, η Λιβύη φαίνεται να απορρίπτει την τουρκική ατζέντα που εκφράζεται μέσω της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας», ενός αλυτρωτικού κατασκευάσματος της Τουρκίας που δεν υφίσταται στο διεθνές δίκαιο και επιδιώκει την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων κρατών και την επέκταση της τουρκικής επιρροής σε θαλάσσιες περιοχές που δεν της ανήκουν.
Η απόφαση της Λιβύης αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενισχύει τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα, προσφέροντάς της ένα διαπραγματευτικό χαρτί για την υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Παράλληλα, δημιουργεί νέες ευκαιρίες για την ανάπτυξη ενεργειακών συνεργασιών και την ενίσχυση της περιφερειακής σταθερότητας.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια επιβεβαίωση της σημασίας του σεβασμού των διεθνών κανόνων και της δυνατότητας επίλυσης των διαφορών μέσω του διαλόγου και της συνεργασίας. Ανοίγει, επίσης, τον δρόμο για μια νέα εποχή στις σχέσεις Ελλάδας-Λιβύης, με προοπτικές για αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες σε διάφορους τομείς, από την ενέργεια και την οικονομία, μέχρι την ασφάλεια και τον πολιτισμό.
Η Ελλάδα, με την αμέριστη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να αξιοποιήσει αυτή τη θετική συγκυρία για να εδραιώσει τη θέση της ως πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο και να προωθήσει μια ατζέντα συνεργασίας και ευημερίας για όλους τους λαούς της περιοχής. Η πρόσφατη εξέλιξη αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για την οικοδόμηση μιας νέας εποχής ειρήνης, σταθερότητας και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Ελλάδα και τη Λιβύη να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η πρόσφατη απόφαση της Λιβύης να προχωρήσει σε δημοπρασίες για εξορύξεις στα θαλάσσια οικόπεδά της, υπογραμμίζει τη σημασία του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας και αποτελεί άμεσο πλήγμα στην τουρκική «Γαλάζια Πατρίδα». Η de facto αναγνώριση της ελληνικής ΑΟΖ υπονομεύει τις βασικές αρχές του αλυτρωτικού αυτού κατασκευάσματος, καθώς ακυρώνει στην πράξη τις προσπάθειες της Άγκυρας να σφετεριστεί θαλάσσιες ζώνες που ανήκουν στην Ελλάδα. Η ενέργεια αυτή περιορίζει σημαντικά τον ζωτικό χώρο που διεκδικεί η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο και θέτει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη νομιμότητα των τουρκικών ενεργειών στην περιοχή. Η αποδυνάμωση της «Γαλάζιας Πατρίδας» επηρεάζει αρνητικά τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας.
Επίδραση στην απελευθέρωση της Ελλάδας από το τουρκικό bullying
Η κατάργηση του τουρκολιβυκού μνημονίου εκτιμάται ότι θα μειώσει σημαντικά το γεωπολιτικό πλεονέκτημα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και θα αποδυναμώσει την πίεση που ασκεί στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε θέματα ενεργειακής συνεργασίας και υποδομών. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (Eurasia Interconnector).
Η Τουρκία είχε επανειλημμένα εκφράσει αντιρρήσεις και προέβη σε απειλητικές κινήσεις για τη διακοπή της κατασκευής του Eurasia Interconnector, ισχυριζόμενη ότι το έργο παραβιάζει τη δική της «ΑΟΖ» που στηρίζεται στο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η κατάργηση του μνημονίου θα καταστήσει τις τουρκικές διεκδικήσεις άκυρες και αβάσιμες στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, ενισχύοντας την ελευθερία κινήσεων της Ελλάδας και της Κύπρου στην ενεργειακή και στρατηγική διασύνδεση της περιοχής.
Παράλληλα, η αποδυνάμωση του τουρκολιβυκού άξονα θα επιτρέψει την εδραίωση νέων πολυμερών συνεργασιών με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, χωρίς τον κίνδυνο τουρκικών απειλών ή αντιποίνων. Αυτό θα προσδώσει στη χώρα μας αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ και θα συμβάλει στη σταθερότητα και ασφάλεια της περιοχής.
Η πρόσφατη απόφαση της Λιβύης να προχωρήσει σε δημοπρασίες για εξορύξεις στα θαλάσσια οικόπεδά της, υπογραμμίζει τη σημασία του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας και αποτελεί άμεσο πλήγμα στην τουρκική «Γαλάζια Πατρίδα».
Η Λιβύη αναγνώρισε επίσημα τη μέση γραμμή μεταξύ των δύο χωρών, επιβεβαιώνοντας έτσι τη χάραξη ΑΟΖ μεταξύ Λιβύης και Ελλάδας. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τον σεβασμό προς τις εφαπτόμενες περιοχές.
*Ο Παράσχος Μανιάτης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος 5 διδακτορικών διπλωμάτων από Σουηδικά και Αμερικανικά Πανεπιστήμια στους κλάδους: Logistics για Μηχανικούς, Μάνατζμεντ για Μηχανικούς, Οικονομικά & Χρηματοοικονομικά, Πολιτικές Επιστήμες & Δημόσιες Σχέσεις και Μαέστρος Μουσικής. Δίδαξε 41 χρόνια σε 9 δημόσια Πανεπιστήμια και 3 ιδιωτικά Πανεπιστήμια ανά τον κόσμο