Της Δανάης Ε. Αγιασωτέλλη
Ειδικού Παθολόγου
Υπ. Διδάκτορος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Μέλους Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος
Το ήπαρ (συκώτι) είναι ένα όργανο που βρίσκεται στο δεξιό άνω τμήμα της κοιλιακής χώρας. Αν προσβληθεί από ιούς ή υποστεί βλάβη από φάρμακα, τοξίνες, αλκοόλ, αναπτύσσεται φλεγμονή και νέκρωση, κατάσταση που ονομάζεται ηπατίτιδα. Οι πιο γνωστοί ιοί ηπατίτιδας είναι οι Α, Β, C, D και Ε. Εκτός από τους παραπάνω ιούς ηπατίτιδας υπάρχουν και κάποιοι άλλοι ιοί που μπορεί να προκαλέσουν ηπατίτιδα ταυτόχρονα με προσβολή και άλλων οργάνων του ανθρώπου και χαρακτηρίζονται ως ηπατοτρόποι ιοί.
Η ηπατίτιδα Α είναι μια οξεία καλοήθης νόσος αυτοπεριοριζόμενη σε μερικές εβδομάδες και δεν μεταπίπτει ποτέ σε χρόνια ηπατίτιδα. Εκδηλώνεται σε 15-50 μέρες από την επαφή με τον ιό (περίοδος επώασης) και συνήθως διαδράμει υποκλινικά ιδίως στα παιδιά. Στους ενήλικες είναι δυνατόν πιο συχνά να εμφανιστεί εμπύρετο, έμετος, κοιλιακό άλγος και ίκτερος. Ο ιός της ηπατίτιδας Α αποβάλλεται με τα κόπρανα και μεταδίδεται με την κατανάλωση μολυσμένης τροφής ή νερού, με στενή επαφή με άτομο που νοσεί ή με σεξουαλική (στοματο-πρωκτική) επαφή και σπανίως μέσω αίματος (χρήστες συρίγγων ναρκωτικών ουσιών), κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της νόσου που ο ιός βρίσκεται στο αίμα των ασθενών. Ένα άτομο που έχει μολυνθεί μπορεί να μεταδώσει τον ιό δύο εβδομάδες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων έως και μία εβδομάδα μετά την εμφάνισή τους.
Η μετάδοσή της ευνοείται από τη μη τήρηση των κανόνων υγιεινής και είναι συχνή σε χώρες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό για την προστασία από την ηπατίτιδα απαιτείται αυστηρή τήρηση των κανόνων υγιεινής (πλύσιμο χεριών, κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού σε χώρες με υψηλή ενδημικότητα), καθώς και διενέργεια εμβολιασμού. Πρόκειται για ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο (2 δόσεις) που προέρχεται από αδρανοποιημένο ιό και του οποίου η προστασία αρχίζει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση, κάτι που πρέπει να γνωρίζουν όσοι σκοπεύουν να ταξιδέψουν σε χώρες που ενδημεί η ηπατίτιδα Α. Για την ηπατίτιδα Α πρέπει να εμβολιάζονται: Ταξιδιώτες που πρόκειται να ταξιδέψουν σε ενδημικές χώρες, επαγγελματίες διακίνησης τροφίμων, επαγγελματίες υγείας, προσωπικό καθαριότητας, άτομα σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης, τοξικομανείς, άτομα που πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα Β.
Η ηπατίτιδα Β προκαλεί τόσο οξεία όσο και χρόνια νόσο. Αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως. Μεταδίδεται συνήθως με σεξουαλική επαφή, κοινή χρήση συρίγγων και προσωπικών αντικειμένων (ξυραφάκια, νυχοκόπτες), μεταγγίσεις αίματος και παραγώγων, από μολυσμένη μητέρα στο παιδί κατά τον τοκετό (κάθετη μετάδοση). Δεν μεταδίδεται με τροφή ή νερό, με σκεύη μαγειρικά ή εστιάσεως, τουαλέτες, κοινωνική επαφή (χειραψία, αγκαλιά, φιλί, βήχας). Το χρονικό διάστημα από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την εμφάνιση συμπτωμάτων κυμαίνεται από 45-180 μέρες (περίοδος επώασης). Ως χρόνιος φορέας ηπατίτιδας Β ορίζεται ο ασθενής που παρουσιάζει τον ιό στο αίμα του για διάστημα μεγαλύτερο από 6 μήνες.
Συνήθως δεν παρουσιάζει συμπτώματα, αλλά παραμένει μολυσμένος με τον ιό για χρόνια και δυνατόν να μεταδώσει τον ιό στους άλλους. Όλοι οι χρόνιοι φορείς πρέπει να παρακολουθούνται δια βίου γιατί ένα ποσοστό αυτών παρουσιάζει αυξημένο πολλαπλασιασμό του ιού. Η χρόνια ηπατίτιδα Β μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση ήπατος και σε ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Σήμερα υπάρχει εμβόλιο κατά της ηπατίτιδας Β που είναι ενταγμένο στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού και χορηγείται μετά τη γέννηση, όπως και στους ενήλικες που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Συνιστάται μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού να γίνεται έλεγχος της ποσότητας των αντισωμάτων έναντι της ηπατίτιδας Β. Οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β αντιμετωπίζονται με αντιική αγωγή ή αν εξελιχθεί η νόσος με μεταμόσχευση ήπατος.
Η ηπατίτιδα C προκαλεί τόσο οξεία όσο και χρόνια νόσο. Μεταδίδεται κυρίως με την παρεντερική οδό και λιγότερο με τη σεξουαλική επαφή. Δεν μεταδίδεται με τροφή ή νερό, σκεύη μαγειρικά ή με κοινωνική επαφή. Η περίοδος επώασης κυμαίνεται από 30-90 μέρες. Μόνο ένα ποσοστό 25%-35% των ατόμων με οξεία ηπατίτιδα C έχει συμπτώματα, όπως αδυναμία, κόπωση, ανορεξία, ενώ μερικοί μπορεί να εμφανίσουν ίκτερο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών θα αναπτύξει χρόνια ηπατίτιδα C χωρίς κανένα σύμπτωμα. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί αντιικά φάρμακα που εκριζώνουν τον ιό και θεραπεύουν τη νόσο. Η χορήγηση αυτών των φαρμάκων θα πρέπει να γίνεται κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση λόγω των συχνών παρενεργειών, ενώ η χρήση τους απαγορεύεται σε εγκύους. Η διάρκεια της θεραπείας και η ανταπόκριση, εξαρτώνται από τον γονότυπο του ιού, δηλαδή από το γενετικό του προφίλ. Η νόσος είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Όταν δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η νόσος με φάρμακα και εξελιχθεί, οι ασθενείς είναι δυνατόν να οδηγηθούν σε μεταμόσχευση ήπατος. Για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει εμβόλιο.
Η ηπατίτιδα D εμφανίζεται μόνο ως συλλοίμωξη, δηλαδή ταυτόχρονη λοίμωξη με τον ιό της ηπατίτιτιδας Β ή επιλοίμωξη, δηλαδή εμφάνιση οξείας ηπατίτιδας D σε χρόνιους φορείς ηπατίτιδας Β. Μεταδίδεται με επαφή με μολυσμένο αίμα, με τη σεξουαλική επαφή και από τη μολυσμένη μητέρα στο νεογνό κατά τη διάρκεια του τοκετού. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την ηπατίτιδα αυτή.
Η ηπατίτιδα Ε εμφανίζεται στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μεταδίδεται με την κοπρανοστοματική οδό και σχετίζεται με συνθήκες φτωχής υγιεινής. Έχει περίοδο επώασης 15-60 μέρες και δεν μεταπίπτει σε χρονιότητα. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε εγκύους λόγω αυξημένου ποσοστού οξείας ηπατικής ανεπάρκειας από τη λοίμωξη με τον ιό της ηπατίτιδας Ε.