Οι συγκρούσεις, οι στρατηγικοί ανταγωνισμοί και η αμφισβήτηση της μεταψυχροπολεμικής τάξης αναδιαμορφώνουν βίαια τις διεθνείς σχέσεις, τις κοινωνικές δομές και την οικονομική αρχιτεκτονική του πλανήτη. Το μεταψυχροπολεμικό status quo, ήδη εύθραυστο από τις συστημικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών – όπως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η πανδημία του COVID-19 και η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης – δέχεται σήμερα τεκτονικές πιέσεις από την αναζωπύρωση συγκρούσεων, την αναδιάταξη των παγκόσμιων ισορροπιών ισχύος και την κρίση αξιοπιστίας των διεθνών θεσμών.
Η σύρραξη στην Ουκρανία δεν είναι απλώς μια περιφερειακή κρίση· αποτελεί βαθιά τομή στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας, που επαναφέρει το σενάριο ευθείας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μεγάλα γεωπολιτικά μπλοκ. Η Δύση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της ΕΕ, προσπαθεί να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της με συνδυασμό στρατιωτικής στήριξης, οικονομικών κυρώσεων και πολιτικής πίεσης, ενώ η Ρωσία επιχειρεί ανατροπή της διεθνούς τάξης που οικοδομήθηκε μετά το 1991. Παράλληλα, η Κίνα, αν και δεν εμπλέκεται στρατιωτικά, χρησιμοποιεί την κρίση για να επεκτείνει την επιρροή της, ενισχύοντας τους δεσμούς της με κράτη της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής μέσω του νέου «Δρόμου του Μεταξιού» και με εργαλεία, όπως η BRICS+ και η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων.
Η διεθνής σκηνή μοιάζει να κινείται προς έναν επικίνδυνο πολυπολικό ανταγωνισμό, χωρίς ξεκάθαρους κανόνες. Στη Μέση Ανατολή, η επίμονη αστάθεια – από τη Συρία και το Ιράκ, έως το Σουδάν και την Υεμένη – αποτελεί θερμοκήπιο εθνοτικών, θρησκευτικών και γεωοικονομικών συγκρούσεων. Παράλληλα, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία επιδιώκουν γεωστρατηγική επιρροή, επανακαθορίζοντας τις ισορροπίες στο πετρέλαιο και στο Ισλάμ. Το Ισραήλ, εν μέσω εντάσεων με το Ιράν και προβληματικής εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, εντείνει τις προκλήσεις στην περιοχή.
Η κλιμάκωση στρατιωτικών εξοπλισμών, με αύξηση αμυντικών δαπανών παγκοσμίως, θυμίζει έντονα μια νέα εκδοχή του Ψυχρού Πολέμου. Χώρες όπως η Πολωνία, η Σουηδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα αυξάνουν κατακόρυφα τα εξοπλιστικά τους προγράμματα, αλλά εις βάρος της κοινωνικής πολιτικής και των δημόσιων επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η τεχνολογική γεωπολιτική – από τα ημιαγωγά μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη – εξελίσσεται σε πεδίο αντιπαράθεσης με άμεσες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Οι αναδυόμενες οικονομίες βρίσκονται σε τροχιά ανασφάλειας. Ο προστατευτισμός, οι κυρώσεις, οι νομισματικές αναταράξεις και η μετατόπιση κεφαλαίων προς «ασφαλείς λιμένες» (όπως οι ΗΠΑ), τις καθιστούν ευάλωτες στην πείνα, την ανεργία και την κοινωνική έκρηξη. Οι χώρες της Αφρικής, για παράδειγμα, βλέπουν την επισιτιστική τους ασφάλεια να απειλείται όχι μόνο από την κλιματική αλλαγή, αλλά και από τον αποκλεισμό λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας και τις διαταραχές στην αγορά σιτηρών.
Το ενεργειακό τοπίο υφίσταται βαθιές μεταμορφώσεις. Η χρήση της ενέργειας ως γεωπολιτικού όπλου – είτε από τη Ρωσία μέσω του φυσικού αερίου, είτε μέσω του ελέγχου στρατηγικών πρώτων υλών από την Κίνα – επιταχύνει την αποδιάρθρωση των παλαιών μοντέλων. Η ενεργειακή διαφοροποίηση οδηγεί σε νέες περιφερειακές συμμαχίες: Η Ανατολική Μεσόγειος, η Αρκτική και η Δυτική Αφρική καθίστανται νέοι πόλοι έλξης για επενδύσεις και γεωστρατηγικά παίγνια.
Παράλληλα, η παγκοσμιοποίηση – ως υπόσχεση ευημερίας και διασύνδεσης – δείχνει να επιβραδύνεται. Η μετάβαση σε ένα μοντέλο επιλεκτικής παγκοσμιοποίησης, με friend-shoring, reshoring και αποκλεισμούς από κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες, εντείνει τις ανισότητες. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ επιχειρούν να διαμορφώσουν «οικονομικά ΝΑΤΟ», ελέγχοντας τεχνολογικές και βιομηχανικές ροές σε βάρος ανταγωνιστών, αλλά και εταίρων.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, οι διεθνείς θεσμοί – από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, μέχρι τον ΟΗΕ και τον ΠΟΕ – αποδεικνύονται ανεπαρκείς να επιβάλλουν κανόνες ή να προσφέρουν σταθερότητα. Οι κεντρικές τράπεζες ισορροπούν ανάμεσα στον πληθωρισμό και την ύφεση, χωρίς σαφή στρατηγική. Η απουσία συντονισμένης δημοσιονομικής πολιτικής και το πολιτικό κόστος μέτρων λιτότητας εντείνουν τις κοινωνικές εντάσεις, τροφοδοτώντας εθνικιστικά και λαϊκιστικά κινήματα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Το θεμελιώδες ερώτημα που αναδύεται είναι αν ο κόσμος κινείται προς ένα συγκρουσιακό πολυπολικό σύστημα με σφαίρες επιρροής και διαρκή αστάθεια, ή αν υπάρχει περιθώριο για μια νέα συμφωνία συνεργασίας, που θα βασίζεται στην κοινή ασφάλεια, στην πράσινη ανάπτυξη και στη βιώσιμη οικονομική συμπερίληψη.
Η άνοδος της Ινδίας, της Βραζιλίας, της Ινδονησίας και άλλων «μεσαίων δυνάμεων» ίσως προσφέρει νέα γεωπολιτικά αντίβαρα. Ωστόσο, χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους, χωρίς νέα παγκόσμια συμφωνία για την κλιματική αλλαγή και χωρίς ένα αξιόπιστο σύστημα αντιμετώπισης ανισοτήτων, το μέλλον διαγράφεται ανισόρροπο και δυσοίωνο.
Η Ιστορία είναι αδιάψευστος μάρτυρας πως οι περίοδοι έντονων γεωπολιτικών ανταγωνισμών και στρατιωτικών τυχοδιωκτισμών, που συχνά εκκινούν από επιδιώξεις ισχύος και επιρροής, καταλήγουν να επιβαρύνουν δυσανάλογα τις κοινωνίες. Ανθρωπιστικές κρίσεις, πληθυσμιακές μετακινήσεις, υπονόμευση της Δημοκρατίας και οικονομική εξαθλίωση αποτελούν τις σκιές που απλώνονται στον ορίζοντα. Η πρόκληση της εποχής μας είναι η αποφυγή αυτής της ολισθηρής πορείας μέσα από συνεργασία, αναδιάρθρωση θεσμών και επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ασφάλειας.
Συμπέρασμα
Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις, η ανακατανομή ισχύος και οι πολιτικοοικονομικές αναταράξεις διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αυξανόμενης αβεβαιότητας και αστάθειας. Η μεταψυχροπολεμική αισιοδοξία για ειρήνη, πρόοδο και παγκόσμια συνεργασία έχει δώσει τη θέση της σε μια εποχή ανταγωνισμού, πολώσεων και συστημικής δυσπιστίας. Οι δομές που άλλοτε εξασφάλιζαν σταθερότητα – θεσμοί, συμμαχίες, εμπορικά δίκτυα – δοκιμάζονται, ενώ νέες δυνάμεις και συμφέροντα διεκδικούν χώρο στο παγκόσμιο στερέωμα.
Η επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων, η κατάρρευση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και η χρήση της οικονομίας ως όπλου επιτείνουν τον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης και συγκρούσεων.
*Ο Παράσχος Μανιάτης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος 5 διδακτορικών διπλωμάτων από Σουηδικά και Αμερικανικά Πανεπιστήμια στους κλάδους: Logistics για Μηχανικούς, Μάνατζμεντ για Μηχανικούς, Οικονομικά & Χρηματοοικονομικά,Πολιτικές Επιστήμες & Δημόσιες Σχέσεις και Μαέστρος Μουσικής. Δίδαξε 41 χρόνια σε 9 δημόσια Πανεπιστήμια και 3 ιδιωτικά Πανεπιστήμια ανά τον κόσμο