Οι γιορτές φύγανε πανηγυρικά λίγο ως πολύ, όπως ήρθαν.
Ο ρυθμός της νέας χρoνιάς μπαίνει με ταχύτατους ρυθμούς, με σοβαρές προσφορές και εκπτώσεις στα μαγαζιά, με κίνηση στους δρόμους, με τους πολιτικούς να εξακολουθούν να μας ζαλίζουν με τις θεωρητικολογίες τους, ενώ οι άνθρωποι γύρω μου παραμένουν με το ζωνάρι τους μονίμως λυμένο για καβγά.
Η αφραγκιά έχει πλήξει τους πάντες, οι δουλειές δεν φαίνεται ν’ ανοίγουν στον ορίζοντα παρά μόνο στις ειδήσεις και οι φορολογίες έχουν βρει μόνιμο στασίδι.
Κι εκεί που όλα τα βλέπω δύσκολα και γι’ αυτή τη χρονιά, αποφάσισα να πάρω τα βουνά. Μια βόλτα στα συγκλονιστικά Ζαγοροχώρια της Ηπείρου μ’ έβαλε σε άλλη τροχιά.
Έτσι καθώς οδηγούσαμε κατά μήκος του Βοϊδομάτη, ενός τρομερού παραπόταμου του Αώου, ανάμεσα στα αγέρωχα πέτρινα χωριά (46 στον αριθμό), ανάμεσα στις κοιλάδες, τις χαράδρες και τα γιοφύρια (άλλα 83 νομίζω), κάτω από την αλπική βουνοκορφή Αστράκα και την άλλη την Γκαμήλα στεφανωμένες με φρέσκο χιόνι, συνάντησα μια κυρία που μου έδειξε το φως στο τούνελ.
Εκείνη, στα 60 και κάτι, μου έδωσε εκείνη την προοπτική που λειτουργεί σαν καταλύτης όταν ο άνθρωπος ψάχνει να βρει λύσεις. Στο απόμακρο γραφικό Πάπιγκο έστησε ένα μαγαζάκι με δώρα.
«Φύγαμε πριν 4 χρόνια από την Αθήνα με τον άνδρα μου για λόγους επιβίωσης. Με λίγα λεφτά ανοίξαμε αυτό εδώ το μαγαζί και ζωντανέψαμε», μου είπε.
Έτσι είναι. Η προσπάθεια, η εναλλακτική σκέψη μπορεί τελικά να σε οδηγήσει σε νέες επιτυχίες κι άλλα κουράγια.
Πώς άλλωστε προχώρησε η ανθρωπότητα;
Η μετανάστευση σ’ ένα σχεδόν ακριτικό χωριό, που φυσικά έχει τα συν του τουριστικού προορισμού – που όμως δεν είναι Αράχωβα – οι κάποιες εκπτώσεις στις καθημερινές απαιτήσεις, η σωστή δουλειά και το concept μπορούν να λειτουργήσουν σημαντικά, έτσι ώστε ν’ αλλάξεις τη ζωή σου και να ξαναβρείς τα ίσα σου.
Έτσι, ανάμεσα στους όμορφους ξενώνες, στα ταβερνάκια και τα γλυκατζίδικα μια γυναίκα σχεδόν απεγνωσμένη και σε μια ηλικία δύσκολη, βρήκε το δρόμο της.
Έτσι η χρονιά μπήκε ξανά σε αισιόδοξα μονοπάτια.
Όχι πως όλοι θα φύγουμε στα βουνά για να βρούμε την ευτυχία, όπως έλεγε ο μεγάλος Κρητίκαρος
αλλά γιατί “η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο – ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο”.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Η πίτα της Κικίτσας
Τελικά κάποιοι θρύλοι παραμένουν εκεί για να τους προσκυνούμε.
Πριν 30 χρόνια, βρέθηκα για πρώτη φορά στο Μονοδένδρι. Τότε τα Ζαγοροχώρια ήταν “μακριά απ’ του Θιο”. Χωματόδρομοι, ήθελες ένα 8ωρο σχεδόν για να φτάσεις στα απάτητα χωριά. Και τότε δέος και τώρα.
Στην Πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο ήταν το καφενείο με την Κικίτσα που έφτιαχνε την περίφημη αλευρόπιτα.
Ένας χυλός με αλεύρι και νερό, σε καυτό ταψί με λίγη φέτα πασπαλισμένη από πάνω.
Η πίτα ψηνόταν για 25 λεπτά και είχες την πιο αρχαία πίτσα ή πίτα της ζωής σου. Χωρίς φύλλο, όλα σε ένα.
Η Κικίτσα πέθανε, αλλά οι νέοι ιδιοκτήτες παραμένουν πιστοί στον θρύλο της και τη συνταγή της.
Δεν υπάρχει πιο φίνα γεύση.
Σας δίνω τη συνταγή.
Εύκολη, γρήγορη και απλή, όπως οι περισσότερες νοστιμιές που έχουν ιστορία και βάθος.
Υλικά
400 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
2 αυγά
1 αυγό χτυπημένο
220 ml φρέσκο γάλα
2 κ.σ. ελαιόλαδο
2 κ.σ. βούτυρο σε κυβάκια
200 γρ. μαλακή φέτα
Σε ένα μεγάλο μπολ, ρίχνουμε το αλεύρι που το προσθέτουμε, τα αυγά ελαφρώς χτυπημένα και το γάλα. Ανακατεύουμε καλά με το χέρι ή με το μίξερ μέχρι να γίνει χυλός. Ρίχνουμε και το ελαιόλαδο «να γυαλίσει» ο χυλός, και να είναι αρκετά ρευστός. Αν χρειαστεί βάζουμε και λίγο ζεστό νερό για να αραιώσει.
Ζεσταίνουμε καλά το ταψί στον φούρνο, μόλις κάψει το βγάζουμε, αλείφουμε με βούτυρο και ρίχνουμε μέσα τον χυλό φροντίζοντας με κυκλικές κινήσεις να πάει παντού.
Τότε πασπαλίζουμε και την φέτα και μερικά κυβάκια βούτυρο φροντίζοντας να πάνε σε όλη την πίτα. Περιχύνουμε την πίτα με το χτυπημένο αυγό και βάζουμε και πάλι το ταψί στον καυτό φούρνο. Ψήνουμε στους 200ºC για 30 λεπτά, περίπου μέχρι να ροδίσει και να ψηθεί.
Tip
Ολόγυρα πρέπει η πίτα να ξεροψηθεί και να είναι λεπτή, να μην ξεπερνά το 1 εκατοστό.
Η πίτα είναι έτοιμη όταν ξεκολλά ολόκληρη από το ταψί.