Ο συνδυασμός των εντελώς αλλόκοτων γιορτών λόγω περιοριστικών μέτρων και κορονοϊού μαζί με την κλεισούρα που θέλουμε, δεν θέλουμε, την συνηθίσαμε κι αυτή, αποτέλεσε μια ευκαιρία για εξ απαλών ονύχων ανασκόπηση στη ζωή μου.
Θυμήθηκα διάφορα “παλιού ουρανού χαλάσματα”, από τα “μικράτα” μου.
Έτσι πέρασαν από μπροστά μου μερικά γεγονότα που είχαν σχέση με τις γιορτές στην παιδική μου ηλικία, τα στολίδια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια, οι επισκέψεις σε άλλα σπίτια φίλων και συγγενών, συμβάντα που θέλοντας και μη σημαδεύουν τις ζωές μας.
Ένα από όλα αυτά ήταν το πιο έντονο αποτύπωμα. Η μητέρα μου.
Η μαμά μου
Μια γλυκιά ανάμνηση από το σπίτι μας τις μέρες των γιορτών ήταν φυσικά όλη αυτή η χαρά που έδιναν τα μαγειρέματα της μαμάς. Όλα χειροποίητα! Ακόμα και τα στολίδια του δέντρου καμιά φορά τα έφτιαχνε με τον μπαμπά τα βράδια δίπλα στην ξυλόσομπα.
Αυτός ο πανζουρλισμός στην κουζίνα για να συναρμολογηθούν όλες εκείνες οι ζύμες για μελομακάρονα και κουραμπιέδες, τα κέικ και οι πουτίγκες, τα γεμιστά αρνάκια, το σελινάτο ή φρικασέ, τις πλαντζέντες. Μια πανδαισία, ένα μπερεκέτι, μια χαρά χωρίς ενοχές, ένα γάργαρο γέλιο – εκείνο της μητέρας μου!
Κι ένα τραπέζι γεμάτο καλούδια
Υπέροχο λινό τραπεζομάντιλο στρωμένο, με κοφτό κέντημα, κολλαριστό.
Βάζο με λουλούδια της εποχής, ανακατεμένα με τσάμια, κλαδιά από ευκάλυπτο και λεμονιά.
Κάποιες φορές έφερνε ο μπαμπάς κυκλάμινα με τη ρίζα από τις πλαγιές του Ασώματου και τα έβαζε σε βαθύ μπολ με χώμα.
Γέμιζε ένα κρυστάλλινο σκεύος με ξηρούς καρπούς, μια φρουτιέρα με ρόδια της αυλής, τις φαγιάνζες με τα γλυκίσματα, κάπου ήταν και οι σοκολατένιες μαργαρίτες απλωμένες δίπλα στα ποτηράκια του λικέρ.
Έτοιμα τα κεράσματα!
Σκορπισμένες χαρές, ελπίδες, προσδοκίες.
Παντού.
Και όλα ήταν τυχερά γιατί ήξερε η μαμά να τα έλκει με τη θετική της αύρα και σκέψη.
Ένα από αυτά που ανακαλώ στη μνήμη μου κάθε φορά που σκέφτομαι την κουζίνα της μαμάς στη Χρυσομαλλούσα είναι οι πορτοκαλόφλουδες.
Πορτοκαλόφλουδες
Πορτοκάλια ακέρωτα, καθαρισμένα σε συνεχόμενη ροή έδιναν μια κορδέλα από φλούδα σαν σπιράλ. Αυτές τις πορτοκαλένιες κορδέλες τις κρέμαγε σε γάντζους ή στα πόμολα των ντουλαπιών για δυο- τρεις μέρες μέχρι να αποξηρανθούν.
Η κουζίνα μοσχοβολούσε και μαζί με τις άλλες μυρωδιές των φαγητών και γλυκών διαχεόταν αυτή η μυρωδιά της “φλούδας πορτοκάλι “ σαν αιθέριο άρωμα παντού.
Μετά φύλαγε τις αποξηραμένες φλούδες σε βάζα για να έχει όποτε θέλει ένα κομμάτι να το προσθέσει στη γέμιση του αρνιού, στις τηγανιές, στα πιλάφια της ή σε άλλα μαγειρέματα.
Έβαζε φλούδα και στο τσέρι της όταν βγαίναν τα βύσσινα το καλοκαίρι.
Έβαζε και στα σιρόπια της όταν έφτιαχνε τυλιχτό γαλακτομπούρεκο, τρίγωνα με καρύδι ή καρυδόπιτα.
Έβαζε στο μαύρο τσάι, εκείνο το χύμα με τα μακριά αποξηραμένα φύλλα που ακόμα και τώρα αγοράζω για να γεύομαι αυτή τη στιφάδα του απλού τσαγιού.
Η αποξηραμένη φλούδα πορτοκάλι ήταν το μαγικό φίλτρο στην κουζίνα της μαμάς.
Όταν έφυγε από κοντά μας για τη γειτονιά των Αγγέλων, βρήκα σακουλάκια από τούλι με φλούδες πορτοκάλι στα συρτάρια με τα κεντίδια της.
Έτσι ή αλλιώς, η γεύση, η τέχνη και η ζωή συναντιούνται, αλληλοτροφοδοτούνται και ενίοτε εφάπτονται.
Τα είπε κάπως ΑΛΛΙΩΣ και ο στίχος του Λευτέρη:
“…έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου ‘ριχνα στα μάτια να πονάς”.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!
Πτι φουρ με πορτοκάλι
Ξύνεις 5 πορτοκάλια και τα ζεματάς σε τρία νερά, αλλάζοντας κάθε φορά με φρέσκο κρύο νερό.
Στο τέταρτο νερό τα αφήνεις να βράσουν για να μαλακώσουν.
Στραγγίζεις.
Τα λιώνεις με το πιρούνι.
Μετράς όσα ποτήρια είναι το πορτοκάλι τόση ζάχαρη βάζεις.
Συνεχίζεις το βράσιμο μέχρι να γίνει ένα μίγμα που να ξεκολλάει από την κατσαρόλα.
Αφήνεις να κρυώσει το μίγμα.
Πλάθεις μπαλάκια μικρά και βουτάς σε κρυσταλλική ζάχαρη.