Άνω – κάτω έχουν γίνει για μια ακόμη φορά οι τοπικές κοινωνίες των χωριών με τις πληροφορίες που κυκλοφορούν το τελευταίο διάστημα σχετικά με το σχεδιασμό του Υπουργείου Εσωτερικών για την κατάργηση των Κοινοτήτων. Ήδη, οι διαμαρτυρίες είναι έντονες από πολλές περιοχές της χώρας και φυσικά από τη Λέσβο, όπου δημιουργήθηκε το πρώτο Δίκτυο Κοινοτήτων το 2011, με την εφαρμογή του νόμου του “Καλλικράτη”.
Όπως είπε στα “Νέα της Λέσβου” ο Συντονιστής του Δικτύου Κοινοτήτων του Δήμου Μυτιλήνης, Βασίλης Μαμώλης, οι Πρόεδροι των χωριών της Λέσβου έχουν ζητήσει κατ’ επανάληψη συνάντηση με την ηγεσία του Υπουργείου για να καταθέσουν τις προτάσεις τους, με σκοπό την αναβάθμιση του ρόλου και όχι φυσικά την κατάργηση του ζωντανού αυτού “κυττάρου” της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Σε επιστολή που απέστειλαν την προηγούμενη εβδομάδα προς το Υπουργείο Εσωτερικών και την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας εκπρόσωποι 349 Κοινοτήτων ζητούν ισότιμο διάλογο, προκειμένου να προσφέρουν στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και στην προσπάθεια εξέλιξης του θεσμού της Αυτοδιοίκησης. Παράλληλα εκφράζουν την αγωνία τους σχετικά με το ρόλο αλλά και την ύπαρξη των Κοινοτήτων στο μέλλον, καθώς επισημαίνουν ότι έχει ξεκινήσει διάλογος στα θεσμικά όργανα για τη νέα μορφή της Αυτοδιοίκησης από τον οποίο απουσιάζουν οι εκπρόσωποί τους.
Ο συνολικός αριθμός των Κοινοτήτων φθάνει τις 6.135, με περίπου 20.000 αιρετούς Συμβούλους. Οι Κοινότητες αυτές εκπροσωπούν τα 2/3 του πληθυσμού της χώρας με το υπόλοιπο 1/3 να βρίσκεται στους μητροπολιτικούς Δήμους (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά). Όπως τονίζεται στην επιστολή «η πολυεπίπεδη και σύγχρονη διακυβέρνηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία προσανατολίζεται σε ισχυρές τοπικές κοινωνίες, οφείλει να αφουγκραστεί την ελληνική πραγματικότητα. Σε όλη την επικράτεια τα Συμβούλια Κοινοτήτων είναι ο αιρετός θεσμός που βρίσκεται εγγύτερα στον πολίτη και την καθημερινότητά του. Οι Σύμβουλοι Κοινοτήτων μεριμνούν, προτείνουν, αξιοποιούν, παρέχουν εθελοντική εργασία, ενεργοποιούν τους συμπολίτες τους, κάνοντας πράξη την αποκέντρωση φροντίζοντας άμεσα και καθημερινά για την αξιοποίηση της υπαίθρου. Τα Συμβούλια Κοινότητας συνεργάζονται με τις Δημοτικές Αρχές για να δοθούν λύσεις στα προβλήματα, να ενισχυθούν οι υποδομές, να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος».
Όπως έχουν πει κατ’ επανάληψη οι Πρόεδροι των χωριών, η ύπαρξη της ξεχωριστής κάλπης για την ανάδειξη των αιρετών των Τοπικών Κοινοτήτων ενεργοποίησε μια νέα γενιά αυτοδιοικητικών που στόχο έχουν την εκπροσώπηση των συμφερόντων του τόπου τους, πέρα από κομματικές ή δημαρχοκεντρικές εξαρτήσεις. Πολίτες που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με τα κοινά βρήκαν κίνητρο συγκροτώντας συνδυασμούς, οι οποίοι αναδείχθηκαν από τους πολίτες και τώρα είναι στην ουσία “οι ομάδες εθελοντισμού” για τον τόπο τους, κινητοποιώντας ταυτόχρονα συμπολίτες και συγχωριανούς σε μια προσπάθεια βελτίωσης της επαρχίας και επαναφοράς του ενδιαφέροντος στη γειτονιά και την ουσία της καθημερινής ζωής.
«Οι Κοινότητες αποτελούν ενδοδημοτική αποκέντρωση, η οποία προκύπτει από γεωοικονομικές, κοινωνικές και συγκοινωνιακές συνθήκες της χώρας μας. Η παραχώρηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στις Κοινότητες δεν δημιουργεί τρίτο βαθμό αυτοδιοίκησης, αντιθέτως ενισχύει τη δημοκρατία φέρνοντας τις αποφάσεις στο εγγύτερο αιρετό σώμα, το οποίο για την εκτέλεσή τους μπορεί και οφείλει να συνεπικουρείται από τους Δήμους και τις Περιφέρειες που ανήκει», υποστηρίζουν οι Πρόεδροι.
Σε άλλο σημείο της επιστολής οι Κοινοτάρχες επισημαίνουν ότι πρέπει να έχουν λόγο και ρόλο για το μέλλον της τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας, αφού ήδη έχει περάσει ένας χρόνος εφαρμογής του Ν.4623/2019 που στόχο είχε την “κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ”, ο οποίος επηρέασε τη λειτουργία των Συμβουλίων Κοινότητας καθοριστικά, αφαιρώντας κάθε αποφασιστική αρμοδιότητα, καθιστώντας τα Συμβούλια απλά γνωμοδοτικά όργανα, χωρίς ψήφο στην Οικονομική Επιτροπή και την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής και χωρίς προϋπολογισμό. «Σε πολλές Κοινότητες ακόμα και σήμερα δεν έχει δοθεί η δυνατότητα να κάνουν χρήση της πάγιας προκαταβολής του Προέδρου που τους αναλογεί, ενώ οι αποφάσεις τους δεν βρίσκουν ανταπόκριση στα όργανα των Δήμων. Πώς μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονη αυτοδιοίκηση όταν το μόνο χρηματοδοτικό εργαλείο των Κοινοτήτων βασίζεται σε βασιλικό διάταγμα του 1959;», διερωτώνται οι Πρόεδροι.
Όπως δήλωσε στα “Νέα της Λέσβου” ο κ. Μαμώλης, «δεν πρέπει να γίνονται συνεχώς πισωγυρίσματα αλλά πρέπει να πάμε μπροστά αναβαθμίζοντας τον λόγο των Κοινοτήτων, που με τη σειρά τους θα αναβαθμίσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες. Αυτό είναι το ζητούμενο και γι’ αυτό φωνάζουμε τόσα χρόνια. Άλλωστε, το Δίκτυο Κοινοτήτων Λέσβου είναι πρωτοπόρο και έχει εκφράσει τις απόψεις του και μέσα στη Βουλή, καταχειροκροτούμενο από όλα τα κόμματα».