Ένας χρόνος χωρίς τον π. Κομνηνό Βράνη

Ήταν Τρίτη 7 Φεβρουαρίου όταν το πρωί ο π. Κομνηνός Βράνης προσευχόταν, για τελευταία φορά, να γίνει το θέλημα του Θεού την ώρα που τραυματιοφορείς έμπαιναν στο θάλαμο, όπου είχε διανυκτερεύσει στην κλινική Άγιος Λουκάς της Θεσσαλονίκης, για να τον παραλάβουν. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε ο γιος του, Ιάκωβο, που τον συνόδευε σε αυτό το μεγάλο σταθμό της ζωής του, σε αυτό το χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς για την αντικατάσταση βαλβίδας. Πέρασαν πάνω από 7 ώρες και η οικογένεια δεν είχε ενημέρωση για την πορεία του χειρουργείου, αν και είχε φανεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. 

Λίγο μετά τις 6:00 το απόγευμα το άγγελμα του θανάτου του π. Κομνηνού Βράνη όχι μόνο έπεφτε σαν κεραυνός εν αιθρία, αλλά συντάραζε ολόκληρη τη Λέσβο καθώς η τοπική κοινωνία, όσοι τον γνώριζαν δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι χάθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήταν 69 ετών και είχε ακόμα να προσφέρει πολλά στην εκκλησία και στην κοινωνία όπου δραστηριοποιούνταν. Η απώλειά του σε ένα χειρουργείο δύσκολο μεν, αλλά κατά τα άλλα τυπικό στις εποχές πια που η τεχνολογία στην καρδιοχειρουργική έχει κάνει τεράστια άλματα, προκάλεσε έναν αβάσταχτο πόνο.

Η σορός του κληρικού τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο Ναό της μεραρχίας, όπου κατά εκατοντάδες οι πιστοί συνέρρεαν για να φιλήσουν το χέρι του αποχαιρετώντας τον με το δικό τους τρόπο.

Το τελευταίο ταξίδι του π. Κομνηνού πριν μεταφερθεί στο Ναό της Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς όπου τάφηκε στο κοιμητήριο της ενορίας έγινε με μια πομπή από τη Μυτιλήνη και ένα πέρασμα από τη Χρυσομαλλούσα, όπου βρίσκεται η οικογενειακή επιχείρηση διακίνησης πετρελαίου θέρμανσης Βράνης. Η αυλαία μπορεί να έπεσε για την ζωή του κληρικού, ο ίδιος όμως πέρασε στην αθανασία καθώς μέσα από τις πράξεις του από την αμεσότητα, από την επικοινωνία του με τους πολίτες έχει μετατραπεί πια σε θρύλο και η απουσία του έχει γίνει αισθητή εδώ και ένα χρόνο.

Ένας χρόνος

Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την απρόσμενη απώλεια του κληρικού, του στρατιωτικού ιερέα που στάθηκε ως φιλόστοργος αδελφός δίπλα σε κάθε στρατευμένο που τον είχε ανάγκη και στη συνέχεια ως συνταξιούχος κληρικός προσπαθούσε να καλύπτει τα κενά της εκκλησίας λειτουργώντας ναούς και μοναστήρια με το δικό του μοναδικό τρόπος ζωντανεύοντας κλειστές εκκλησίες.  

Την προσεχή Κυριακή 4 Φεβρουαρίου είναι προγραμματισμένο το μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Άβολο για πολλούς κληρικούς, που μαζί τους ο ιερέας συμπροσευχόταν σε μνημόσυνα άλλων ανθρώπων, να βρεθούν τώρα στο μνημόσυνο του φίλου τους ιερέα, που είχε μια ανεξάντλητη ενέργεια λειτουργώντας ξημερώματα σε απομακρυσμένες περιοχές, ακόμα και λίγες ημέρες πριν το χειρουργείο όταν πια η χρόνια υπολειτουργία της βαλβίδας της καρδιάς του απειλούσε άμεσα τη ζωή του. Ο ίδιος πιστεύοντας στη δύναμη του Θεού έδινε το παρών στην εκκλησία αναβάλλοντας αυτό το χειρουργείο από μήνα σε μήνα και από χρόνο σε χρόνο, μέχρι που πια οι γιατροί του υπέδειξαν ότι δεν μπορούσε να πάρει άλλη αναβολή. Ποιος να το περίμενε ότι σε εκείνο το χειρουργείο που θα έβγαινε με «σιδερένια βαλβίδα», όπως του έλεγαν οι γιατροί, θα κατέθετε τη ζωή του φεύγοντας πρόωρα, δίπλα από τους δυο του γιους που ακόμα αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν την απώλειά του. 

Το ίδιο για τόσο κόσμο που τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε. Φέρνοντας τις αναμνήσεις εκείνων των τελευταίων ωρών δίπλα στον πατέρα του ο γιος του Ιάκωβος μιλά σχεδόν με βεβαιότητα ότι η συμπεριφορά του ιερέα το ξημέρωμα ήταν διαφορετική. «Είχε καταλάβει ότι δεν θα έβγαινε από το χειρουργείο. Ο τρόπος που μιλήσαμε για τελευταία φορά, η αίσθησή μου ότι μιλούσε με κάποιον όταν τα έφερα στο νου μετά την εξόδιο ακολουθία σκέφτομαι πως ο πατέρας μου ίσως είχε καταλάβει αυτό που ερχόταν, όπως όμως έλεγε ”ας γίνει το θέλημα του Θεού”», είπε στα Νέα της Λέσβου ο γιος του Ιάκωβος.

Οι δυο γιοι του π. Κομνηνού, ο Ταρσίζιος και ο Ιάκωβος απευθύνονται στην τοπική κοινωνία ενημερώνοντας για την επιμνημόσυνη δέηση που θα τελεστεί στο Ναό του Αγίου Θεοδώρου στη μεραρχία, αυτή την Κυριακή, στις 9:30 το πρωί καλώντας όσους γνώριζαν τον πατέρα τους και έχουν κάτι να θυμηθούν από τη ζωή του να βρεθούν μαζί τους και να συμπροσευχηθούν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του.


Και μία ιστορία από τα παλιά

Είναι αναρίθμητες οι ιστορίες από τις παρεμβάσεις του π. Κομνηνού Βράνη, η  βοήθειά του κυρίως στα νέα παιδιά, ιδιαίτερα τις δεκαετίες που ήταν στρατιωτικός ιερέας. Πάντα όμως η αγκαλιά του ήταν ανοιχτή για την κοινωνία και όποιον ήθελε να ακούσει το λόγο του Χριστού. Μια από τις πολλές περιπτώσεις στρατευμένων που τον είχαν ανάγκη ως ιερέα του στρατού, ένας νέος εξαρτημένος από τα ναρκωτικά, τον οποίο είχε περιθωριοποιήσει με τη συμπεριφορά του ο διοικητής του στρατοπέδου. Ο ιερέας όμως όσο βρισκόταν ακόμα στη ζωή μετέφερε το θαύμα που έζησε μαζί με αυτό το παιδί που ακούμπησε πάνω του και ακούμπησε και ο π. Κομνηνός πάνω στον νέο ώστε να βγει από το τέλμα και ν’ αρχίσει μια νέα ζωή.

Όπως είχε εξιστορήσει ο ίδιος ο ιερέας:

«Υπηρετούσε τη θητεία του στη Μυτιλήνη. Σκλαβωμένο και εκείνο στη μάστιγα της εποχής. Τα ναρκωτικά. Ένας ακατανόμαστος διοικητής στην πρωινή αναφορά απευθύνθηκε στους στρατιώτες μπροστά δείχνοντας το παιδί αυτό: “Από το πρεζόνι αυτό οι υπόλοιποι μακριά”. Ζήτησα αμέσως να το πάρω βοηθό στην εκκλησία της Μεραρχίας. Αυτό τα έχασε. “Πάτερ μου λέει ευχαριστώ, αλλά μην σε εκθέσω. Δεν το θέλω”.

Θα κάνουμε μια συμφωνία παλικάρι μου. Όταν το ζητάς επίμονα θα σου δίνω το κλειδί της αίθουσας να το κάνεις, με μια συμφωνία, δεν θα δώσεις ποτέ σε άλλο φαντάρο. Δώσαμε τα χέρια και θυμάμαι μου έλεγε παρακλητικά. Παπά μου δώσε το κλειδάκι να πάρω την παραμυθά μου. Κάναμε συζητήσεις επί συζητήσεων. Έβλεπα κάθε φορά το δικό μου παιδί μπροστά μου. Πολλές φορές τα παιδιά αυτά τα υπερασπίστηκα γιατί ξέρω πως τα παιδιά αυτά είναι άρρωστα. Οι έμποροι για μένα είναι ασυγχώρητοι.

Τη Μ. Δευτέρα το πρωί του είπα πως το πρωί της Μ. Παρασκευής σου έκλεισα ραντεβού να σε δει αυτός που έχει απλωμένα τα χέρια του πάνω στο σταυρό. Εκεί θα του μιλήσεις, όπως μιλάμε τόσο καιρό μαζί. 6.30 το πρωί της Μ. Παρασκευής κλειστήκαμε οι δύο μας μέσα στο ναό. Οι σκηνές που ακολούθησαν θα μείνουν στα μάτια μου μέχρι να τα κλείσω.

Γονάτισε στην πέτρα του Σταυρού, τον αγκάλιασε και κουνώντας τον με δύναμη μπροστά-πίσω, δεξιά-αριστερά και με ποτάμια τα δάκρυα φώναζε: “Θεέ μου σε παρακαλώ σήμερα ή πάρε με ή σώσε με.” Το άφησα όση ώρα ήθελε τρέχοντας δάκρυα και τα δικά μου μάτια, ώσπου σηκώνεται και τι μου λέγει “παπά μου το κορμί μου αισθάνομαι να το πέρασε 500 βολτ ρεύμα”.

Πάμε να σου τα παραδώσω όλα τα δηλητήρια. Τα έχω ακόμη στο σπίτι μου για να θυμίζουν το θαύμα στο παιδί αυτό.

Σήμερα έχει μια άριστη οικογένεια, μεγάλος επιχειρηματίας και σε κάθε ευκαιρία γίνεται κήρυκας αληθινός πως εκεί που τελείωσε το δικό του χέρι άρχισε να τον αγκιστρώνει το χέρι του Θεού βγάζοντάς τον από το βυθό της ζωής.

Το ξαναθυμήθηκα σήμερα γιατί πριν λίγο χτύπησε το τηλέφωνό μου και με δάκρυα με πληροφορούσε πως το νεογέννητο παιδάκι του θέλει να το βαφτίσω και να δώσει το όνομά μου.

Παλικάρι μου σε ευχαριστώ, εγώ δεν έκανα τίποτα, μίλησε η καρδούλα σου με το Χριστό.

Στη ζωή σου “Μη φοβού, μόνο πίστευε”.

Σε έχω παντοτινά στην αγκαλιά μου».