Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Όπως όλοι γνωρίζουμε, σήμερα, εκτός απ’ τον εορτασμό της Ελληνικής επανάστασης του 1821, γιορτάζουμε και τον «Ευαγγελισμό της Θεοτόκου». Τι σημαίνει «ευαγγελισμός»; Σημαίνει την «καλή είδηση». Η Θεοτόκος δέχτηκε απ’ τον αρχάγγελο Γαβριήλ την «καλή είδηση», η οποία δεν αφορούσε μόνο την ίδια, αλλά όλη την ανθρωπότητα.
Είναι γεγονός πως απομακρυνθήκαμε απ’ το Θεό, έπαψε να υφίσταται σχέση μαζί Του, με αποτέλεσμα η ανθρωπότητα να ζει στην άγνοια και στον σκοτασμό. Αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος, δηλαδή να πλησιάσει το Θεό, το κάνει ο ίδιος ο Θεός. Συγκαταβαίνει στον άνθρωπο. Η πρώτη κίνηση γι’ αυτό είναι ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου». Η Θεοτόκος έλαβε το χαιρετισμό και το μήνυμα του αρχαγγέλου πως αυτή θα γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου. Η Παναγία είναι η «κλίμακα», ώστε να κατέβει ο Θεός στη γη.
Όμως, ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει αυτό; Αρχικά, η έννοια του «ευαγγελισμού» είναι κάτι που αφορά όλους μας. Όλοι είμαστε καλεσμένοι σ’ αυτή τη δυνατότητα. Ποια δυνατότητα; Να «γεννηθεί» εντός μας ο Χριστός. Πώς μπορεί να γίνει εφικτό αυτό; Η πρώτη προϋπόθεση είναι η «παρθενία». Αυτή «υπηρέτησε» και άσκησε η Θεοτόκος. Τι σημαίνει «παρθενία»; Παρθένος είναι ο «αγνός». Είναι αυτός που είναι «αφοσιωμένος» στο λόγο της ύπαρξης και σ’ έναν στόχο. Η λέξη «κλειδί» της παρθενίας είναι η «αφοσίωση».
Αυτό σημαίνει το εξής: «Δεν επιτρέπω τίποτα να μεσολαβήσει μεταξύ εμού και του στόχου μου. Μεταξύ εμού και του αγαπημένου προσώπου μου». Η Θεοτόκος ήταν αφοσιωμένη και καθημερινά πρόσεχε να μη μεσολαβήσει τίποτα μεταξύ αυτής και του Θεού. Η παρθενία, δηλαδή, σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στην στενή «σωματική» έννοια που μπορεί να της δοθεί, αλλά είναι μια ευρύτερη έννοια. Αναφέρεται σε μια στάση ζωής: πόσο κανείς διαφυλάσσει ανόθευτο τον πόθο του για το Θεό.
Επίσης, βασική προϋπόθεση είναι η «ταπείνωση» και η «παράδοση στο θέλημα του Θεού». Πώς αποκαλύπτεται η ταπείνωση της Θεοτόκου; Όταν ήρθε ο άγγελος και της έφερε το μήνυμα, διαβάζουμε πως «ταράχθηκε». Της λέει ο άγγελος: «Μη φοβάσαι», εξηγώντας της τι πρόκειται να συμβεί. Η ταραχή και ο φόβος της Θεοτόκου ήταν δύο «άγιες» καταστάσεις. Η ταραχή ήταν τέτοια που έλεγε: «Μα, ποια είμαι εγώ να μου συμβεί αυτό;». Αυτό είναι ταπείνωση. Ταυτόχρονα, υπήρχε και ο φόβος, εξαιτίας της διαρκούς εγρήγορσης στην οποία βρισκόταν, μήπως, όλο αυτό το γεγονός ήταν ένας πειρασμός και δεν ήταν απ’ το Θεό. Ο άγγελος, φυσικά, της ησύχασε το φόβο.
Είναι σημαντικό πως μέσα σ’ όλη αυτή την κατάσταση, η Θεοτόκος κράτησε μια αυθεντικότητα. Είπε το λογισμό της και δεν ντράπηκε να τον εξωτερικεύσει: «Πώς είναι δυνατόν αυτό να γίνει σε μένα;». Είχε μια ζωντανή και αληθινή σχέση με το Θεό, με αποτέλεσμα να μην έχει μια νοσηρή θρησκευτικότητα και μια άνευ λόγου υπακοή στο θέλημα του Θεού. Ρώτησε ξεκάθαρα: «Πώς μπορεί να γίνει σε μένα αυτό;». Ο άγγελος της απάντησε: «Είναι ένα θαυμαστό μυστήριο».
Μάλιστα, για να την ενισχύσει, της υπενθύμισε μια συγγενή της, την Ελισάβετ, η οποία σε βαθύ γήρας, υπερβαίνοντας τους φυσικούς όρους, έμεινε έγκυος. Όταν, λοιπόν, η Θεοτόκος είχε όλα αυτά τα δεδομένα ενώπιόν της, αναφώνησε: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου». Άρα, ναι, θα πούμε το λογισμό μας και τον προβληματισμό μας στο Θεό, αλλά μετά παραδιδόμαστε στο θέλημά Του.
Αυτά είναι τα συγκλονιστικά πράγματα της πνευματικής ζωής. Ένα είναι το βασικό: η αφοσίωσή μας στο λόγο ύπαρξής μας, που είναι η σχέση με το Θεό, μην αφήνοντας τίποτα να μεσολαβήσει μεταξύ εμού και του Θεού. Άλλωστε, αμαρτίες δεν είναι μόνο αυτά που φαίνονται, αλλά είναι ό,τι «κλέβει» και «κρύβει» το Θεό απ’ τη ζωή μου. Αυτή η αφοσίωση, στη συνέχεια, βρίσκει την τελείωσή της με την παράδοση στο θέλημα του Θεού, ξεπερνώντας κάθε λογισμό.
Επομένως, αυτή η καλή είδηση που δόθηκε στη Θεοτόκο, είναι μια πρόσκληση και στον καθένα μας να ομορφύνουμε τη ζωή μας, ν’ αποκτήσει περιεχόμενο και λόγο η καθημερινότητά μας, να έχουμε προσανατολισμό και να είμαστε στραμμένοι σ’ αυτή τη δυνατότητα: να γίνουμε δεκτικοί αυτού του χαιρετισμού του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Μη ξεχνάμε πως γι’ αυτό το λόγο ήρθαμε σ’ αυτή τη ζωή: για να βιώσουμε τον προσωπικό μας «ευαγγελισμό», όπου, μέσα απ’ τη χάρη του αγίου Πνεύματος, θα κατοικεί μονίμως εντός μας ο Θεός.