Με τις συνομιλίες για τα ελληνοτουρκικά ζητήματα να πλησιάζουν, η Τουρκία συνεχίζει να προχωρά σε ενέργειες που εντείνουν την πίεση και επιδιώκουν τη δημιουργία τετελεσμένων. Η πρόσφατη NAVTEX σε περιοχές γύρω από τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο είναι μια τέτοια κίνηση που δεν στοχεύει μόνο στη ναυτική ασφάλεια, αλλά και στη διεκδίκηση δικαιωμάτων επί αυτών των περιοχών, με εμφανή σκοπό να πιέσει την Ελλάδα σε παραχωρήσεις. Η τακτική αυτή, η οποία εκτυλίσσεται σταθερά στις διμερείς σχέσεις, καταδεικνύει την επιθετική στρατηγική της Τουρκίας για τη δημιουργία εντυπώσεων και τετελεσμένων, προσπαθώντας να επιβληθεί διαρκώς στην Ελλάδα.
Εάν υποθέσουμε ότι η Τουρκία έχει ορισμένα επιχειρήματα σχετικά με τις αμφισβητούμενες περιοχές, όπως αυτές που έχουν πρόσφατα αναδειχθεί, τότε η επίλυση των διαφορών θα πρέπει να γίνει μέσω της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και όχι με μονομερείς ενέργειες ή πολιτική τετελεσμένων. Η Τουρκία, στην περίπτωση που πιστεύει πως έχει έγκυρες διεκδικήσεις, οφείλει να επιδιώξει μια λύση που στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο, συμμετέχοντας σε διάλογο για την οριοθέτηση, και όχι με ενέργειες που κλιμακώνουν την ένταση και θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα της περιοχής.
Αυτός ο τρόπος χειρισμού από την πλευρά της Τουρκίας, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί απόρροια της αντίληψης ότι η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μια κατ’ εξοχήν αμυντική στρατηγική, που επικεντρώνεται στη διπλωματία και την αυτοσυγκράτηση, αποφεύγοντας την ανάληψη πρωτοβουλιών που θα διασφάλιζαν τα κυριαρχικά της δικαιώματα πιο δυναμικά. Με την πάροδο των ετών, η επιφυλακτικότητα της Ελλάδας να διεκδικήσει δυναμικά την προστασία των κυριαρχικών της δικαιωμάτων μπορεί να ερμηνεύεται από την Τουρκία ως αδυναμία ή απροθυμία της να υπερασπιστεί την κυριαρχία της ενεργά.
Η Ελλάδα, εφόσον συνεχίσει να επιδιώκει ειρηνική και νόμιμη επίλυση των διαφορών, χρειάζεται να συνδυάσει αυτήν την προσέγγιση με μια στρατηγική αποτροπής που θα ενισχύσει τη θέση της ως κυρίαρχου και σταθερού παράγοντα στην περιοχή. Μια τέτοια στάση θα υποδείκνυε με σαφήνεια ότι, ενώ η Ελλάδα είναι προσηλωμένη στο διεθνές δίκαιο, δεν θα επιτρέψει μονομερείς ενέργειες που παραβιάζουν τα δικαιώματά της, δημιουργώντας μια ισορροπία που αποτρέπει την κλιμάκωση και διασφαλίζει τον σεβασμό των εθνικών της συμφερόντων.
Η επικίνδυνη χρήση του NAVTEX ως εργαλείου πίεσης και οι αντιφάσεις στην ελληνική αντίδραση
Η Τουρκία αξιοποιεί το NAVTEX (Navigational Telex) όχι απλώς ως ένα εργαλείο ναυτικής ασφάλειας, αλλά ως μέσο γεωπολιτικής επιβολής, εκδίδοντας συνεχώς NAVTEX σε περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά. Με αυτόν τον τρόπο στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, για την κυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πρόσφατη NAVTEX σε θαλάσσιες περιοχές που περιλαμβάνουν τα νησιά της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου είναι, ουσιαστικά, μια δήλωση κυριαρχίας, με απώτερο στόχο την άσκηση ψυχολογικής και πολιτικής πίεσης στην ελληνική πλευρά πριν από τις προγραμματισμένες συνομιλίες.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην τουρκική τακτική. Ένα κρίσιμο ζήτημα είναι η στάση της ελληνικής πλευράς, η οποία συχνά, υπό το βάρος της τουρκικής πίεσης, δίνει την εντύπωση ότι υποχωρεί, με την επαναλαμβανόμενη ρητορική ότι «οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν και έληξαν». Αυτή η στάση παρουσιάζεται σε περιπτώσεις όπως αυτές της Κω, της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου, όπου οι τουρκικές ενέργειες προκαλούν την ελληνική κυριαρχία και αμφισβητούν την εθνική ασφάλεια, με την Ελλάδα να αρκείται σε δηλώσεις περί παύσης των ενεργειών από την πλευρά της Τουρκίας.
Η επαναλαμβανόμενη στρατηγική υποχώρησης και οι συνέπειές της
Η διαχρονική τουρκική στρατηγική για την αύξηση της έντασης πριν από κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις ή συνομιλίες έχει στόχο τη δημιουργία μιας τετελεσμένης κατάστασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η στρατηγική περιλαμβάνει στρατιωτικές και ναυτικές ασκήσεις, NAVTEX, αλλά και παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, οι οποίες συνοδεύονται από ρητορική αμφισβήτησης και έμμεσες ή άμεσες απειλές χρήσης βίας.
Η ελληνική αντίδραση σε αυτές τις ενέργειες περιορίζεται συχνά σε διπλωματικές δηλώσεις και διαβήματα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κρατήσει χαμηλούς τόνους για την αποφυγή κλιμάκωσης. Παρόλα αυτά, αυτή η στρατηγική δίνει την εντύπωση της υποχωρητικότητας, η οποία τελικά μπορεί να ενισχύσει την τουρκική πλευρά, αφού η Τουρκία ερμηνεύει αυτή τη στάση ως αδυναμία και συνεχίζει να κλιμακώνει τις διεκδικήσεις της. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου η Τουρκία έχει προβεί σε έρευνες ή άλλες δραστηριότητες σε περιοχές ελληνικής κυριαρχίας, η ελληνική πλευρά αρκείται στο να δηλώσει πως «οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν και έληξαν», αφήνοντας τον χρόνο να περάσει και ελπίζοντας σε αποκλιμάκωση. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν επιτυγχάνει την αποτροπή και φαίνεται να επιτρέπει στην Τουρκία να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα.
Αντίκτυπος της στάσης της Ελλάδας και προβληματισμός για την αποτελεσματικότητά της
Η υποχωρητική στάση της Ελλάδας μπορεί να εκληφθεί από την Τουρκία ως αδυναμία, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο για μελλοντικές και συνεχείς προκλήσεις. Αυτή η προσέγγιση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής στρατηγικής στην αποτροπή και την προστασία της εθνικής κυριαρχίας. Η έλλειψη μιας σαφούς, σταθερής και αποφασιστικής απάντησης ενδέχεται να δημιουργεί μια εικόνα αποδυνάμωσης, την οποία η Τουρκία φαίνεται να εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Ειδικοί στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα χρειάζεται να υιοθετήσει μια πιο ενεργή και αποφασιστική πολιτική.
Η αναγκαιότητα ενεργούς διπλωματικής και αμυντικής στρατηγικής
Η διεθνής κοινότητα, ειδικά ο ΟΗΕ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο, καθώς οι τουρκικές προκλήσεις έχουν άμεσο αντίκτυπο στην περιφερειακή ασφάλεια και στις σχέσεις εντός του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα χρειάζεται να αξιοποιήσει στο έπακρο τη διπλωματική της θέση και να αναδείξει το ζήτημα των τουρκικών ενεργειών ως θέμα ευρύτερης ευρωπαϊκής και περιφερειακής ασφάλειας. Ταυτόχρονα, οι σύμμαχοι της Ελλάδας έχουν την ευθύνη να αναγνωρίσουν την ανάγκη προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και να προτρέψουν την Τουρκία σε μια πολιτική που σέβεται το διεθνές δίκαιο και τη διασφάλιση της ειρήνης στην περιοχή.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική της διεθνοποίησης και της διπλωματικής διαχείρισης πρέπει να συνοδεύεται και από μια ισχυρή αμυντική και αποτρεπτική πολιτική. Η Ελλάδα δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε δηλώσεις, αλλά πρέπει να εξετάσει την ανάπτυξη μιας πιο επιθετικής στρατηγικής, που θα ενισχύσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και θα αποθαρρύνει την τουρκική προκλητικότητα. Πέρα από την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων, η Ελλάδα θα πρέπει να επανεξετάσει τις τακτικές της στην Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύοντας την παρουσία της και δείχνοντας ότι είναι διατεθειμένη να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα.
Προς μια επιθετική στρατηγική: Αναγκαιότητα και προοπτικές
Η τρέχουσα ελληνική στάση, παρότι διακρίνεται από αυτοσυγκράτηση και επικέντρωση στη διπλωματία, ενδέχεται να μην είναι αρκετή για την εξασφάλιση των εθνικών συμφερόντων στο μέλλον. Η επιθετική στρατηγική δεν αφορά απαραίτητα τη στρατιωτική δράση, αλλά την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας και της επιρροής της Ελλάδας στην περιοχή. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η ενεργή στρατιωτική παρουσία στις επίμαχες περιοχές, η ενίσχυση των συνεργασιών με άλλες χώρες της περιοχής, όπως η Κύπρος, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, και η ανάπτυξη κοινών ασκήσεων.
Η Ελλάδα χρειάζεται να αναπτύξει μια στρατηγική που να δείχνει πως είναι έτοιμη και αποφασισμένη να προστατεύσει την κυριαρχία της με κάθε μέσο, αποτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την περαιτέρω κλιμάκωση από την πλευρά της Τουρκίας. Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία υιοθετεί μια τακτική «ήρεμων νερών» και έχει αναστείλει τις υπερπτήσεις της, εν αναμονή της απόκτησης των F-16, F-35 και Eurofighters. Ωστόσο, όταν λάβει αυτά τα αεροσκάφη, είναι πιθανό να επανέλθει στις παραβιάσεις. Αυτή η τακτική φαίνεται να αποσκοπεί στην προσωρινή αποκλιμάκωση, με στόχο τη μελλοντική ενίσχυση των θέσεών της.
Συμπέρασμα
Η συνεχής ένταση με την Τουρκία και οι πρόσφατες ενέργειες με την έκδοση NAVTEX γύρω από τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο αποτελούν μέρος της τουρκικής στρατηγικής για την άσκηση πίεσης και τη δημιουργία τετελεσμένων. Η ελληνική πλευρά, ενώ προβάλλει θέσεις σταθερότητας και σεβασμού στο διεθνές δίκαιο, πρέπει να αναθεωρήσει τη στρατηγική της για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την επιθετική πολιτική της Τουρκίας. Η υιοθέτηση μιας πιο δυναμικής στρατηγικής θα έστελνε μήνυμα πως η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να προστατεύσει τα συμφέροντά της. Η διεθνής κοινότητα και οι σύμμαχοι της Ελλάδας, ιδιαίτερα η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, έχουν καθήκον να ενισχύσουν τη σταθερότητα στην περιοχή, ενώ η Ελλάδα καλείται να επιδείξει αποφασιστικότητα, ώστε να μην παραμένει «αμυνόμενη στο δικό της «τερέν». Μία από τις τεχνικές της διπλωματίας της Τουρκίας είναι ότι επιτρέπει παράνομες διαδικασίες, όπως η εγκατάσταση της Χαμάς στην Τουρκία, αποβλέποντας σε τυχόν ανταλλάγματα.
*Ο Παράσχος Μανιάτης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος 5 διδακτορικών διπλωμάτων από Σουηδικά και Αμερικανικά Πανεπιστήμια στους κλάδους: Logistics για Μηχανικούς, Μάνατζμεντ για Μηχανικούς, Οικονομικά & Χρηματοοικονομικά, Πολιτικές Επιστήμες & Δημόσιες Σχέσεις και Μαέστρος Μουσικής. Δίδαξε 41 χρόνια σε 9 δημόσια Πανεπιστήμια και 3 ιδιωτικά Πανεπιστήμια ανά τον κόσμο