Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Λεσβιακά έθιμα Πρωτοχρονιάς: «Ποδαρικό»

Άρθρα & Δημοσιεύσεις

Τελευταία Άρθρα & Ειδήσεις


Του Βαγγέλη Χατζημανώλη

Τι είναι έθιμο. Έθιμο είναι οι συνήθειες, η συμπεριφορά, η νοοτροπία, οι κανόνες, οι αντιλήψεις, ο τρόπος ζωής κάθε ομάδας ανθρώπων, κάθε τόπου και κάθε λαού, που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, και επαναλαμβάνονται χωρίς να αλλάζουν. Τα έθιμα συνδέουν το παρόν με το παρελθόν, δένουν κάθε νεότερη γενιά με τις ρίζες της, την καταγωγή, την γνησιότητα, την συνέχεια ύπαρξης κάθε ομάδας ανθρώπων και κάθε λαού. Τα έθιμά μας είναι η ταυτότητά μας που αν τ’ αφήσουμε, τα χάσουμε σαν λαός και σαν Λέσβιοι, χάνουμε και την ταυτότητά μας. Πιο πολύ σήμερα, που με την αθρόα εισβολή από ξενόφερτα έθιμα και συνήθειες και την επικράτησή τους, ισοπεδώνονται ήθη και αξίες, αλλοιώνεται η ιστορία και η συνοχή ενός έθνους και λαού και μάλιστα ακόμα χειρότερα που τώρα ο εχθρός… καραδοκεί όξω απ’ την πόρτα μας!

Τα έθιμα ξεχωρίζουν, σε οικογενειακά, σε λατρευτικά, σε γιορταστικά, εποχικά, και άλλα πολλά ανάλογα με την περίπτωση, και μεταδίδονται είτε με το γραπτό λόγο, είτε ως συνήθως από στόμα σε στόμα με την παράδοση (Χριστουγεννιάτικα, Πρωτοχρονιάτικα, Αποκριάτικα, Λαμπριάτικα, Γάμου, Τρύγου κ.λ.π.).

Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς στη Λέσβο, είναι σχεδόν τα ίδια σε όλα τα χωριά της, με κάποιες μικρές διαφορές ανάμεσά τους. Έτσι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο νοικοκύρης του σπιτιού, φροντίζει και βρίσκει από μέρος της εξοχής που να μην έχει ακουστεί εκεί «λάλημα πετεινού», μια πέτρα «μαλλιαρή», δηλαδή πρασινισμένη από την υγρασία (βρύα έχει πάνω της) και ένα κλαδί ελιάς με ελιές επάνω και τα αφήνει στην αυλή. Εκεί στην αυλή υπάρχει ένα ρόδι κρεμασμένο και μέσα στο σπίτι σ’ ένα τραπέζι επάνω, υπάρχουν ένα ψωμί σπιτικό στρογγυλό, πιατέλα μπακλαβά, ένα σίδερο παλιό σιδερώματος, ή και γουδί πέτρινο.  

Πρωί-πρωί της Πρωτοχρονιάς, πριν την εκκλησία, όλα τα μέλη της οικογένειας, θα σηκωθούν, θα πλυθούν, θα φορέσουν τα καλά τους ρούχα, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους, ούτε «καλημέρα» μέχρι να γίνει το ποδαρικό ή απουδαρκό.

Η νοικοκυρά ή η κόρη, θα ξεκινήσει με το κουμάρι να πάρει «αμίλητο νερό» από τρεις βρύσες του χωριού (υπήρχαν παλιά και υπάρχουν και σήμερα σε κάποια χωριά σε διάφορα σημεία τους), πάνω στο μάρμαρο ή την πέτρα της βρύσης, θα αφήσει ένα-δυο φοινίκια ή κουραμπιέδες για τον Άγιο Βασίλη, ή τα ξωτικά, και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν στο δρόμο, επιστρέφει στο σπίτι. 

Εκεί περιμένουν οι υπόλοιποι χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους, κάνοντας μόνο νοήματα ο ένας στον άλλον για κάτι που υποτίθεται θέλουν να πουν ή να κάνουν εκείνη την στιγμή. 

Τότε όλοι και όλα είναι έτοιμα για την ιεροτελεστία και ξεκινάνε απ’ την αυλή.

Ο νοικοκύρης παίρνει το κλαδί της ελιάς που έχει αφήσει στην αυλή και κουνώντας το σαν να ραντίζει λέει: 

«Καλημέρα τσι καλή χρουνιά. Γιρουσύν’, καλουσύν’, ούλου μάλαμα τσ ασήμ». Στην συνέχεια η νοικοκυρά ραντίζει με το νερό το σπίτι απ’ έξω και στην αυλή, λέγοντας:  «Σα που τρεχ’ του νιρό, να τρέχιν τσι τα καλά στου σπίτ». Μετά ο πατέρας παίρνει το ρόδι που είναι κρεμασμένο σε κάποιο σημείο της αυλής και το χτυπά ή τρεις φορές πάνω σε πέτρα, ή με την μια φορά το πετά κάτω να σπάσει, λέγοντας: «Σαν που είνι του ροδ γιμάτου, να είνι τσι του σπιτ γιμάτου απ’ούλα τα καλά»! Το ρόδι είναι κομμένο απ’ τη ροδιά την… Πρωτοσταυριά, δηλαδή την πρώτη Σεπτεμβρίου, πριν του Σταυρού, αρχή τού εκκλησιαστικού έτους, της «Ινδίκτου». 

Ακολουθεί τώρα η είσοδος στο σπίτι πρωτομπαίνοντας ο νοικοκύρης βάζοντας το δεξί πόδι στην είσοδο και λέγοντας δυνατά «Καλημέρα τσι τ’ αγιού Βασιλιού, Καλή χρουνιά». 

Εύχονται εισερχόμενα και τα υπόλοιπα μέλη και το μεγαλύτερο παιδί, παίρνει από την κουζίνα το ζυμωτό σιταρένιο ψωμί του ποδαρικού και λέει: «Όπους είνι του ψουμί δυνατό, να είνι τσι ι μπαμπάς ιμ γιρός». Άλλο παιδί παίρνει στο χέρι το σίδερο (τού σιδερώματος) και λέει: «Όπους είνι βαρύ του σίδιρου, να είνι τσι η τσεπ ντ μπαμπά μ, βαριά». Ή και το πέτρινο γουδί που είναι κι αυτό βαρύ και λέει τα ίδια (εξαρτάται από την περιοχή του νησιού). Και τρίτο παιδί, κόρη συνήθως (ανάλογα τον αριθμό και το φύλο των παιδιών), παίρνει στο χέρι ένα κομμάτι μπακλαβά και λέει: «Όπους είνι η μπακλαβού γλυτσά, να είνι τσι η χρουνιά γλυτσά». 

Αυτά όλα, ρόδι σπασμένο, νερό, κλαδί, ψωμί, σίδερο, μπακλαβά, τα βάζουν στο τζάκι μπροστά, στην άκρη και τα σκεπάζει η νοικοκυρά με μια πετσέτα υφαντή, μέχρι την παραμονή των Φώτων. 

Μπορεί και αντί για το τζάκι (αν δεν έχει το σπίτι τζάκι, που δεν γίνεται να μην έχει), ή το θέλει το έθιμο του χωριού, αυτά όλα να τοποθετούνται και στο χαγιάτι τού σπιτιού, μπαίνοντας δεξιά της πόρτας.

Επίσης σε κάποια χωριά ή και στη Μυτιλήνη, από το ρόδι που σπάνε, οι κοπέλες, ή η νοικοκυρά, παίρνουν από κάτω -9- εννιά… «παπούδις τ ρουδιού», τους σπόρους δηλαδή, και τους τρώνε λέγοντας: «Όπους οι παπούδις είνι ιννιά… να’μι πάντα νια». Απλώς κάνουν ομοιοκαταληξία το εννιά με το νια, συνδυάζοντας το γούρι του ροδιού με την υγεία, την νεότητα και την ομορφιά. Μετά το ποδαρικό ξεκινάν για την εκκλησία.

Την παραμονή των Φώτων (τ’ Σταυρού, μικρός αγιασμός), είναι η τελευταία φάση τού ποδαρικού.

Κόβουν ένα φύλλο από το κλαδί της ελιάς και το ρίχνουν στην άκρη της φωτιάς στο τζάκι, για να δουν τι φύλο θα κάνει όταν γεννήσει ένα από τα ζωντανά (συνήθως τα μεγάλα, άλογο, αγελάδα, γαϊδούρι). Εάν το φύλλο πετάξει και γυρίσει ανάποδα, θα γεννηθεί θηλυκό. Εάν σταθεί ανάσκελα, θα γεννηθεί αρσενικό ζώο. 

Το αμίλητο νερό το ραντίζουν παντού στο σπίτι, να αγιαστεί, να φύγουν και οι καλικάντζαροι και το ρόδι το ταΐζουν στις κότες για να κλωσήσουν την άνοιξη.

Να πούμε ότι την μέρα της Πρωτοχρονιάς προσέχουν πολύ ποιος ξένος επισκέπτης θα πρωτομπεί στο σπίτι (κάνοντας ποδαρικό). Αν γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι δεν είναι γουρλής, δεν τού ανοίγουν, διακριτικά βέβαια κάνοντας πως δεν άκουσαν την πόρτα να χτυπά ή να τους φωνάζει. Προτιμούν όμως και επιδιώκουν σε γουρλή που τον ξέρουν ή σε παιδιά ιδίως, να τους κάνουν το ποδαρικό.

Το βράδυ κάνουν επισκέψεις για κέρασμα και ευχές σε όλα τα σπίτια, συγγενικά, γνωστά ή άγνωστα, μόνο οι άνδρες, ευκαιρία για τους ερωτευμένους να μπουν άνετα στο σπίτι της καλής τους!

Το κυρίως πρωτοχρονιάτικο φαγητό ήταν κότα γεμιστή ως σύμβολο πληρότητας στο σπιτικό στον νέο χρόνο (όχι πετεινός). Και τούτο διότι η κότα είναι θηλυκό… που συμβολίζει την γονιμότητα για όλη την παραγωγή, γεωργική, κτηνοτροφική, θαλασσινή.

Τα δε γλυκά ήταν, όπως η πλατσέντα, οι κουραμπιέδες, τα φοινίκια και τα «σταυραϊτέλια» από το ίδιο υλικό (ζύμη της βασιλόπιτας). Αυτά ήταν ας τα πούμε μικρά βασιλοπιτάκια σχήματος οβάλ, στο μέγεθος μιας κανονικής τυρόπιτας, που ήταν σφραγισμένα και είχαν και το σχήμα της βέβαια, με την γνωστή παραδοσιακή βυζαντινής προέλευσης ξύλινη ανάγλυφη σφραγίδα που έφερε τον δικέφαλο αετό (σταυραϊτό). Να πούμε ότι τα φοινίκια (όχι μελομακάρονα όπως τα λένε), είναι Μικρασιάτικο γλυκό, όπως όλα τα καλά και όμορφα πράγματα που μάς ήρθαν εδώ, και παρασκευάζονται αποκλειστικά από αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, χυμό λεμονιού και πορτοκαλιού και αρώματα κανέλλας και βανίλιας. Τα άλλα, αυτά τα μελομακάρονα είναι της στεριανής Ελλάδας και αντί αλεύρι έχουν πολύ σιμιγδάλι με γαρύφαλλα. 

Γενικά το ποδαρικό ήταν οικεία συνήθεια για τους Βυζαντινούς από τον 4ο αιώνα, και όπως και τα άλλα έθιμα κι αυτά της Πρωτοχρονιάς, ξεκινούν από την αρχαία αντίληψη, ότι κάθε τι που γίνεται στην αρχή του νέου χρόνου θα γίνεται και σε όλη την διάρκεια. 

Το «αμίλητο νερό» που ραντίζουν, ενισχύει την δύναμη και την σημασία του ποδαρικού, νερό το κύριο στοιχείο ζωής. Το ψωμί το ίδιο ως δύναμη και ανάγκη ζωής (τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν…). Η πέτρα, το γουδί ή το σίδερο, την δύναμη, την αντοχή, την μακροβιότητα. Το ρόδι, την γονιμότητα και την αφθονία αγαθών. Όσο για την ελιά, το κατ’ εξοχήν για μάς εδώ ευλογημένο δέντρο, συμβολίζει την μακροβιότητα, την υγεία, την πηγή ζωής, την αφθονία αγαθών, την αγάπη και καλοσύνη και ειρήνη, την άνωθεν ευλογία (γιρουσύν’, καλουσύν’, ούλου μάλαμα τσ ασήμ)! Είναι το δέντρο που όλα του, από το ξύλο, τα κλαδιά και τα φύλλα του, ως τον καρπό με τον πυρήνα του και το γνωστό μοσχολίβανο (δάκρυ ελιάς και ως φάρμακο), τα προσφέρει άφθονα και ακατάπαυστα αιώνες τώρα στον άνθρωπο.

Όσο για τα άλλα, όλα (τυχερά παιχνίδια, μποναμάδες, κοπή βασιλόπιτας, φλουριά κ.λ.π) είναι γνωστά ανά την Ελλάδα. Για, δε, τον γνωστό σημερινό κοιλαρά Άγιο Βασίλη με γούνες και έλκηθρα και διάφορα άλλα σύγχρονα αξεσουάρ και τεχνάσματα της εποχής, για εμπορικούς και τουριστικούς λόγους, από το Ροβανιέμι τής Φιλανδίας, δεν έχει καμιά σχέση με τον πραγματικό δικόν μας Άη-Βασίλη, τον πάμφτωχο, ισχνό, φιλάνθρωπο, γιατρό και επίσκοπο τής Καισαρείας  που πέθανε στα σαράντα εννιά του χρόνια! Και κλείνω με τα λεσβιακά παρακάτω κάλαντα. (Το «ερουρέμ», είναι από το γνωστό βυζαντινό «Τεριρέμ», κράτημα ως επωδός-ρεφραίν- σε ύμνο, όπως και στα βυζαντινά κάλαντα και αποδίδεται στην… άναρθρη φωνή των αγγέλων, ως αγγελικός δηλαδή ύμνος).

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

κι αρχή κι αρχή τού Γεναρίου.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Αρχή που βγήκεν ο Χριστός

στη γη να περπατήσει.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Περπάτησε, χαιρέτισε

όλα τα ζευγαράκια.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Κι ο πρώτος που χαιρέτισε

ήταν ο Άη-Βασίλης.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι

και πούθε κατεβαίνεις;

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Από τη μάνα μ’ έρχομαι

και στο σχολειό μου πάω

Ερουρέμ ερουρέμ εμ.

Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις

κάτσε να τραγουδήσεις.

Ερουρέμ ερουρέμ εμ.

Εγώ γράμματα μάθαινα,

τραγούδια δεν ηξέρω.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Και σαν ηξέρεις γράμματα

πες μας την αλφαβήτα.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε

να πει την αλφαβήτα.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

Ερουρέμ  ερουρέμ  εμ.

                 ****

spot_img

More articles

spot_img