Μαρίνος Ζαχαρίου: «Έζησα τον απόλυτο εφιάλτη»

Ο Μαρίνος Ζαχαρίου είναι ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στην τοπική κοινωνία της Μυτιλήνης μέσα από τις δραστηριότητές του με τον αθλητισμό – καθώς είναι η ψυχή του Ναυτικού Ομίλου Μυτιλήνης – τον πολιτισμό, μέσα από συλλόγους, με την εκκλησία. Τον περασμένο Αύγουστο όταν άρχισε να παρουσιάζει έξαρση ο κορονοϊός στη Μυτιλήνη έμελλε να ξεκινήσει για αυτόν ένας απίστευτος γολγοθάς, μια περιπέτεια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Σήμερα σχεδόν 5 μήνες μετά, ακόμη αναρρώνει στο σπίτι του στη Μυτιλήνη. Σε μια αποκαλυπτική εκ βαθέων συνέντευξη στα «Νέα της Λέσβου» μιλάει για όσα έζησε, συγκλονίζει, συγκινεί και αφυπνίζει μιλώντας για τον κορονοϊό, που όπως λέει είναι «μια αόρατη απειλή».

«Παραμένω στο σπίτι ακόμη κλινήρης. Ο γιος μου μού κάνει φυσικοθεραπείες για να μπορέσω να σηκωθώ και ν’ ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Ακόμη δεν με σηκώνουν τα πόδια μου», μας λέει στο ξεκίνημα της συνέντευξης όταν τον ρωτήσαμε για το πώς είναι σήμερα. 

Η φωνή του τρέμει καθώς θυμάται τα όσα πέρασε από τις 20 του περασμένου Αυγούστου όταν διαπιστώθηκε θετικός στον κορονοϊό. 

 

Το ξεκίνημα…

«Μετά της Παναγίας άρχισαν τα συμπτώματα υπολογίζω. Ίσως κόλλησα από τον ψάλτη της εκκλησίας όπου έψελνα ανήμερα της Παναγίας και βρέθηκε και εκείνος θετικός. Πρόσεχα πολύ, φορούσα πάντα μάσκα, όμως, εκείνη την ημέρα μου είπε “βγάλε τη μάσκα να ακουγόμαστε καλύτερα”. Μετά από 6-7 ημέρες άρχισαν τα συμπτώματα. Είχα πυρετό μέχρι 38 βαθμούς και ένιωθα αδυναμία. Όταν από την εξέταση στο δάκτυλο έδειξε ότι είχε αρχίσει να πέφτει το οξυγόνο πήγα στο Νοσοκομείο Μυτιλήνης όπου με κράτησαν. Έμεινα εκεί νοσηλευόμενος νομίζω μια εβδομάδα. Μετά με διασωλήνωσαν και με  μετέφεραν μέσα σε  «κάψουλα» και με C -130  στην Αθήνα. Με πήγαν στο «Σωτηρία». Το πρώτο διάστημα στο Νοσοκομείο σε εκείνο το «στρογγυλό» δωμάτιο μόνος, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ», μας λέει ο Μαρίνος Ζαχαρίου. 

 

Οι 38 ημέρες στο «Σωτηρία»

 Κατά την εξιστόρηση των 38 ημερών νοσηλείας του στο «Σωτηρία» ο 74χρονος συνταξιούχος καθηγητής φυσικής αγωγής, συχνά ξεσπά σε λυγμούς. Είναι τόσο μεγάλη η ένταση και τόσο νωπές οι μνήμες αυτής της πρωτόγνωρης περιπέτειας που έζησε παλεύοντας για τη ζωή του. 

«…Ξυπνούσα και έβλεπα τοίχους. Δεν μπορούσα να πω ούτε την προσευχή μου. Ήμουν ένας νεκρός. Ξυπνούσα και έλεγα να σηκωθώ. Μόλις έκανα να κινηθώ δεν κινιόταν τίποτα. Είχα 5-6 σωληνάκια σε διάφορα μέρη του σώματος. Με είχε χτυπήσει και στα νεφρά η νόσος, μου έκαναν αιμοκάθαρση. Δεν αισθανόμουν πού βρίσκομαι. Ένιωθα φυλακισμένος, εγκλωβισμένος σε ένα μέρος χωρίς κανέναν δικό μου άνθρωπο δίπλα μου. Θυμάμαι μια μέρα όταν με έστειλαν για αξονική. Καθώς με πήγαιναν με το φορείο στο διάδρομο για το χώρο της αξονικής μου πέρασε από το μυαλό να γείρω στο πλάι να πέσω στο πάτωμα και γονατιστός να αποδράσω. Ένιωθα σαν να με είχαν απαγάγει. Τις πρώτες ημέρες δεν μιλούσα με κανέναν. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Όταν άρχισα να μιλάω, ακουγόμουν με έναν υπόκωφο τρόπο, δεν με καταλάβαιναν. Γύρω-γύρω άκουγες κραυγές από ανθρώπους, όλοι ασθενείς με κορονοϊό,  να βογγούν και να φωνάζουν «βοήθεια, βοηθήστε με!». Άκουγα  μια κυρία που φώναζε για ώρα. Όταν σταμάτησε, ρώτησα μια νοσηλεύτρια “η κυρία πέθανε;”. Μου είπε “δεν πεθαίνει κανείς”. Σίγουρα για να με παρηγορήσει…» . 

Η μεγαλύτερη δοκιμασία  που βίωσε ο κ. Ζαχαρίου εκτός από όλα όσα είχε προκαλέσει στο σώμα του η ασθένεια, ήταν η απουσία επικοινωνίας με τους δικούς του ανθρώπους. Το ότι δεν είχε τη δυνατότητα στην αρχή ούτε καν να μιλήσει με την οικογένειά του.  

 

Η πρώτη βιντεοκλήση

 «Όταν άρχισα να μιλάω είχα αρχίσει να πιάνω κουβέντα με νοσηλεύτριες που είχαν σχέση με τη Μυτιλήνη. Σε μια από τις νοσηλεύτριες που ήταν κάθε μέρα δίπλα μου της είχα πει “σε παρακαλώ πρέπει να μιλήσω με ένα δικό μου, με το γιο μου”. Mου υποσχέθηκε ότι αυτό θα γίνει όμως όχι ακόμη. Ερχόταν, της έλεγα “μην ξεχάσεις αυτό που μου υποσχέθηκες». Επειδή με λένε  «Ζαχαρίου» με φώναζαν  «Γλυκούλη» στο Νοσοκομείο. “Πάλι παράπονα έχεις; Τι θέλεις;“, με ρωτούσαν. Μετά από 20-25 υπολογίζω ημέρες απόλυτης απομόνωσης μίλησα για πρώτη φορά με το γιο μου με βιντεοκλήση. Για μένα ήταν η πιο σπουδαία στιγμή. Κάθε μεσημέρι ο γιος μου έπαιρνε και ρωτούσε στο Νοσοκομείο για την κατάσταση που ήμουν. Υπήρχε οργάνωση στο «Σωτηρία». Όλα λειτουργούσαν με πρόγραμμα. Μετά από 34 ημέρες άρχισαν να βγάζουν τα σωληνάκια», μας λέει.

Πολλές στιγμές κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας συγκινείται. «…Δεν μπορώ να σου περιγράψω με λόγια όσα έζησα. Υπήρξαν στιγμές που έχανα το κουράγιο μου για τη ζωή. Είχα κουραστεί πια. Το σώμα μου είχε γεμίσει πληγές από την κατάκλιση. Δεν άντεχα να υποφέρω», μας λέει καθώς φέρνει στο μυαλό του εικόνες από εκείνες τις δύσκολες ώρες που έζησε. 

 

Στο «Αμαλία Φλέμινγκ» 

Μετά το «Σωτηρία» μεταφέρθηκε για άλλες 32 ημέρες στο «Αμαλία Φλέμινγκ». Εκεί, όπως λέει, η οργάνωση δεν ήταν καλή όσο στο «Σωτηρία»: «Όταν έφυγα από το «Σωτηρία» ήρθαν όλοι να με χαιρετήσουν. Τους ζήτησα να μου γράψουν σε ένα χαρτί τα ονόματά τους για να τους θυμάμαι. Στο πρόσωπο δεν έβλεπα κανέναν. Φορούσαν όλοι αυτές τις μεγάλες άσπρες στολές, τους ξεχώριζα από τον σωματότυπο. Όταν πήγα στο «Αμαλία Φλέμινγκ» με πήγαν σε ένα δωμάτιο εντελώς απομονωμένο για δυο ημέρες. Δεν ερχόταν σχεδόν κανένας. Δεν άκουγε κανείς τίποτα όσο και να φώναζες. Μετά έφεραν έναν μεγαλύτερο σε ηλικία από εμένα, περίπου 85 ετών. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα χειροτέρεψε και κατέρρευσε. Έπεσαν πάνω του να τον επαναφέρουν. Προσπαθούσαν για ώρα. Κάποια στιγμή είπε κάποιος ότι ακούει σφυγμό, όμως ο άνθρωπος είχε βηματοδότη που συνέχιζε να λειτουργεί.  Έλεγα τότε στους γιατρούς και τους νοσηλευτές, «γιατί πρέπει  να τα ακούω εγώ όλα αυτά;». Η ψυχολογία μου είχε καταρρακωθεί. Μια μέρα μπήκε στο δωμάτιο ένας κύριος και μου είπε ότι έχει ευχάριστα νέα. Μου είπε «δεν είσαι θετικός για τρίτη φορά». Όμως μου είπε ότι θα μου βάλουν δυο φλεβοκαθετήρες. Ήρθε και ο γιος μου στην Αθήνα. Με μετέφεραν σε άλλο δωμάτιο όπου μπορούσα να έχω επισκέψεις. Ήρθε μετά και η κόρη μου. Σιγά-σιγά είχε αρχίσει ν’ αδειάζει το νοσοκομείο από ασθενείς».

 

Η επιστροφή 

Ο Μαρίνος Ζαχαρίου βγήκε από το Νοσοκομείο παραμονή των Ταξιαρχών, στις 7 Νοεμβρίου για να επιστρέψει στη Μυτιλήνη. Το πρώτο διάστημα ήταν αδύνατο να σηκωθεί μόνος του. Τώρα μπορεί σιγά-σιγά να περπατάει στο σπίτι και να τρώει στο τραπέζι με την οικογένεια. Οι εξετάσεις για τα νεφρά του είχαν θετικά αποτελέσματα καθώς δεν θα χρειασθεί να κάνει αιμοκαθάρσεις. 

Τότε που εκείνος είχε βγει θετικός στον κορονοϊό, είχαν κολλήσει επίσης η σύζυγος, η κόρη του,  ενώ ο γιος του και η γυναίκα του ήταν αρνητικοί. 

Ο ίδιος απευθυνόμενος σε όσους σπεύδουν να μιλήσουν για σενάρια επιστημονικής φαντασίας γύρω από τον κορονοϊό λέει: «Διαβάζω πολλά που γράφονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα. Όποιος νομίζει ότι είναι παραμύθια ο κορονοϊός είναι ανόητος. Ας με πάρουν ένα τηλέφωνο να τους πω τι μπορεί να τραβήξουν. Ο κορονοϊός είναι υπαρκτός και είναι ένας αόρατος κίνδυνος. Δεν ξέρεις πώς θα κολλήσεις. Αν δεν προσέξουμε και αν δε κάνουμε όλοι το εμβόλιο, όταν έρθει η σειρά μας δεν θα γλιτώσουμε απ’ αυτόν. Αυτή είναι η σωτηρία μας. Να τηρούμε τα μέτρα ασφαλείας και να κάνουμε το εμβόλιο». 

Όπως τονίζει, δεν είχε κανένα υποκείμενο νόσημα, δεν έπαιρνε φάρμακα πέρα από ένα χάπι για την πίεση, δεν κάπνιζε, ούτε έπινε, ενώ ασχολείτο για χρόνια με τον αθλητισμό. 

«Δεν παίζει ρόλο αν είσαι 70 ή 40 ή 30. Δεν έχει σχέση αν δεν έχεις κάποιο άλλο νόσημα. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός για όλους και κανείς δεν ξέρει τι συνέπειες θα φέρει», υπογραμμίζει. 

Ο κ. Ζαχαρίου, εκφράζει κλείνοντας τη συζήτηση ένα μεγάλο ευχαριστώ στην οικογένειά του. «Στο γιο μου, την κόρη μου,  τη νύφη μου, το γαμπρό μου, την γυναίκα μου, που ήταν οι κολόνες μου σε όλη αυτή την περιπέτεια και σε όλους τους φίλους που με παίρνουν τηλέφωνο και λένε ότι προσευχόμαστε για εσένα. Οι προσευχές όλων βοήθησαν. Χωρίς πίστη δεν γίνεται τίποτα. Οι Άγιοι του νησιού μας βοηθάνε και μας φυλάνε. Πιστεύω ακράδαντα ότι σήμερα το ότι μπορώ και μιλάω και είμαι ζωντανός το οφείλω στους Αγίους μας».