«Έχω ένα καφενέ
στου λιμανιού την άκρη
τον έχτισε το δάκρυ
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε
Έχω ένα καφενέ
που ακούει όλο τα ίδια
για μπάρκα και ταξίδια
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε
Έχω ένα καφενέ
ένα παλιό ρημάδι
αχ να ‘τανε καράβι
γι αυτούς που μένουνε
και περιμένουνε»…
Γράφουν οι στίχοι του τραγουδιού με τίτλο «Έχω ένα καφενέ» που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας το 1970 σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και σύνθεση του Μάνου Λοΐζου. Στίχοι που θυμίζουν τις κουβέντες των ναυτικών του Σιγρίου, όσων έμειναν για να περιμένουν καρτερικά εκεί στο καφενείο του χωριού στην άκρη του λιμανιού. Ένα τόπο συνάντησης μικρών και μεγάλων, γυναικών, ανδρών, παιδιών, νέων και ηλικιωμένων. Τους συγκέντρωνε όλους. Όλους τους κατοίκους του Σιγρίου και μαζί και τους περαστικούς, τους ταξιδιώτες, τους επισκέπτες. Όσους έμεναν και όσους έφευγαν. Και όσους επέστρεφαν. Εκεί. Στην άκρη του νησιού. Στο δυτικότερο άκρο της Λέσβου. Εκεί που ακόμη κάποιοι μένουν και κρατούν Θερμοπύλες. Όπως ο Αντώνης Χιώτης. Ο ιδιοκτήτης του παραδοσιακού καφενείου «Το Κέντρον». Εκεί που μαζεύονται άνθρωποι όλων των ηλικιών για να κουβεντιάσουν, να γελάσουν, να διαφωνήσουν και να φιλιώσουν ξανά….
Διαβάστε τη συνέχεια στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Τα Νέα της Λέσβου»