1982.
Είμαστε στο νησί.
Μόλις είχαμε γυρίσει από ένα μακρινό ταξίδι.
“ΤΟΥ ΝΤΑΜ”
Ντάμια λένε στη Γέρα αυτά τα πέτρινα καλυβάκια μέσα στους ελαιώνες που οι ιδιοκτήτες τους εκεί αφήνουν τα άχυρα για τα ζώα, τα σαμάρια του γαϊδουριού, τις αξίνες και τα τσουβάλια. Μια αποθήκη δηλαδή. Το Νταμ του θείου Νίκου είχε και γωνιά και ξύλα για να ανάβουν όταν ήθελαν να ξαποστάσουν από το μάζεμα των ελιών. Είχε κι ένα φανάρι που κρεμόταν από το ταβάνι. Μέσα είχε ελληνικό καφέ μέσα σε μια γυαλίτσα, ζάχαρη σε μια άλλη, τσάι στο τσίγκινο κουτί, λίγα καρβουνάκια και λιβάνι σε ασημόχαρτο.
Α, είχε και φιτιλάκια μαζεμένα από το βουνό, φυλαγμένα κάποια χρόνια σε μια φθαρμένη νάιλον σακούλα. Κάπου στο τζάκι ήταν τοποθετημένο ένα πήλινο θυμιατό κι ένα καντήλι από σκαλιστό γυαλί με σκέπασμα, άδειο, χωρίς νερό και λάδι. Τ’ άναβε η θεία-Δέσποινα όποτε άρχιζε το μάζεμα της ελιάς.
Ευλογημένη γη
Ένα βράδυ αποφασίσαμε και πήγαμε στο Νταμ κοντά στην τοποθεσία “Μυαλό”. Οικογενειακά, πατρογονικά.
Ανάψαμε φωτιά, καθαρίσαμε λίγο το χώρο με το φρόκαλο, καθίσαμε, εγώ πάνω στο σαμάρι κι εσύ πάνω σε μια βολάδα που ήταν καταμεσής. Δεν ήθελα ούτε ν’ ακούσω πως εκεί θα διανυκτερεύσουμε. Μ’ έπιασε φόβος, μοναξιά, ανυπαρξία.
Τι θέλω εγώ εδώ;
Ήμουν τόσο μικρή.
Δεν μπορούσα να χαρώ τους ήχους του σκοταδιού.
Μόνο το φως του φεγγαριού με καθήλωνε, καθώς φέγγιζε στ’ ασημένια φύλλα της ελιάς και στον ακίνητο κόλπο της Γέρας που απλωνόταν αγέρωχος στο βάθος. Και ο ήχος από τις κουδούνες των κοπαδιών.
Κρασί, χορτάρια και λαδοτύρι
Έβγαλες ένα κρασί Ισπανικό κόκκινο, από αυτά που φέραμε από το ταξίδι.
Μια rioja. Από ένα ποτάμι (ρίο) που το λέγανε Όχα, παραπόταμο του ορμητικού Έμπρο, στα βόρεια της Ισπανίας. Αυτόματα έκανα τη σύγκριση. Οι δυο τόποι μοιάζουν. Στην ευλογία τους.
Θυμάμαι τα αμπέλια σαν ύφασμα κοτλέ στο έδαφος.
Τα Κιστερκιανά μοναστήρια (Cistercian) – μικτό θρησκευτικό τάγμα Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τους λένε «Οι Λευκοί Μοναχοί» ή «Οι Βερναρδίνοι» – Ολόγυρά μας καλλιέργειες με πιπεριές, κόκκινα βουνά, μπαρόκ εκκλησίες.
Πρόβατα, λιόδεντρα όπως εδώ στη Γέρα και γύρω ξεχασμένα χωριά στους μυχούς ενός ποταμού που όλα τα δροσίζει. Ευλογημένη η γη του πιο διάσημου ισπανικού κρασιού. Σαν κι εδώ.
Πίνουμε λίγο κρασί. Εσύ το μυρίζεις ανοίγοντας τα ρουθούνια προς τα πάνω με τα δυο δάχτυλα.
Συνοδέψαμε με λίγο κοκκινωπό σιτεμένο λαδοτύρι που μας έδωσε η θεία-Λένη, και καθώς άνοιξες την καστανιά της, ζεστή ακόμα με τα αχνιστά χόρτα του βουνού, μύρισε το Νταμ από χορταρίλα. Ζοχοί και καυκαλήθρες με ζουμί, λεμόνι και λάδι. Είχε και λίγα “αγκάθια” μέσα, αυτά που λένε ασκολύμπρους στην Κρήτη. Κι αλάτι από τα βράχια της Δρώτας μαζεμένο τα καλοκαίρια της νιότης μας.
Είχες και σταρένιο ψωμί απ’ τον ξυλόφουρνο της Θέλξης. Κι εκεί που νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα, να σου μια τόση δα λεπτομέρεια που σου καταρρίπτει το βολικό της καθημερινότητας και μετατρέπει την απλότητα σε ευτυχία.
Τελικά κοιμηθήκαμε στο Νταμ. Ένας ύπνος του φόβου μέσα στην απόλυτη ησυχία. Γλυκός και αξέχαστος. Με τη γεύση του κρασιού και του φεγγαριού. Πανσέληνος ήταν.
Στο γυρισμό
Την άλλη μέρα, το πρωί ξυπνήσαμε μέσα στη φρεσκάδα της φύσης ανάμεσα στα λιόδεντρα.
Φτιάξαμε καφέ, θυμιάσαμε και φύγαμε για την πόλη.
Περάσαμε από του Κοκώνη, το ζαχαροπλαστείο στον Παπάδο και με κέρασες μπακλαβά.
Ψωμί με προζύμι βασιλικού
της θείας Δέσποινας Χατζηχρήστου απ’ τον Παπάδο
Βράζουμε ένα μεγάλο κλαδί βασιλικού – παραδοσιακά ευλογημένο από την εκκλησία την ημέρα του Σταυρού 14/Σεπτεμβρίου – και μ’ αυτό το χλιαρό νερό παρασκευάζουμε σε μπολ ένα χυλό με αλεύρι. Τυλίγουμε το μπολ με μια καθαρή πετσέτα και το αφήνουμε μερικές ώρες «να γίνει». Μόλις αρχίσει να κάνει φουσκάλες, να ενεργοποιούνται οι μύκητες, το ζυμώνουμε και το ξαναφήνουμε να ανέβει ξανά. Φτιάχνουμε ψωμί, κρατώντας λίγο από το προζύμι για την επόμενη φορά.