Με μια ξεχωριστή συναυλία υψηλής αισθητικής άνοιξε το βράδυ της Τετάρτης 24 Ιουλίου η αυλαία του πρώτου «Πολιτιστικού Πανοράματος» του Δήμου Δυτικής Λέσβου, ενός νέου θεσμού που φιλοδοξεί να φέρει τον πολιτισμό στο επίκεντρο του νησιωτικού καλοκαιριού, ενεργοποιώντας μοναδικούς χώρους, αναδεικνύοντας καλλιτέχνες και συνδέοντας την τέχνη με την καθημερινότητα των κατοίκων και των επισκεπτών.
Το φεστιβάλ φιλοξενεί σειρά εκδηλώσεων – μουσικών, θεατρικών και εικαστικών – που απλώνονται σε διαφορετικούς τόπους και κοινότητες της Δυτικής Λέσβου, καθιστώντας τον πολιτισμό ζωντανό και προσβάσιμο. Όπως δήλωσε στον χαιρετισμό της η Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Ζαχαρώ Ιωακείμ, στόχος του “Πολιτιστικού Πανοράματος” είναι να επανασυστήσει τη Λέσβο ως τόπο έμπνευσης, έκφρασης και συμμετοχής.
Στο πλαίσιο αυτό, η συναυλία του Χρήστου Θηβαίου και του Παναγιώτη Μάργαρη στο Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας αποτέλεσε ιδανική έναρξη με μια γνήσια μουσική εμπειρία που συνδύασε ευαισθησία, δεξιοτεχνία και συγκίνηση.
Μία από τις πιο συγκινητικές μουσικές στιγμές του φετινού καλοκαιριού πρόσφεραν στο κοινό οι δύο καλλιτέχνες. Η σπάνια αυτή μουσική συνεύρεση, με τίτλο «2», φιλοξενήθηκε στο μοναδικό σκηνικό του Μουσείου στην Αγία Παρασκευή κι αποδείχθηκε πολύ περισσότερη από μια απλή συναυλία. Ήταν μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία, μια μουσική αφήγηση ζωής, ένα ταξίδι στη μνήμη, στο συναίσθημα και στη συλλογική μουσική ταυτότητα της νεότερης Ελλάδας.
Το κοινό, που κατέκλυσε τον αύλειο χώρο του Μουσείου από νωρίς παρά την αποπνικτική ζέστη, λειτούργησε ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της εμπειρίας, ως ο «τρίτος» της βραδιάς, ο συνεπιβάτης και τελικός αποδέκτης του κοινού συναισθήματος.
Το μαγευτικό σκηνικό του Μουσείου, συνυφασμένο πια με τις πιο αυθεντικές καλοκαιρινές μας αναμνήσεις, «έντυσε» ιδανικά την ακουστική παράσταση των δύο σπουδαίων καλλιτεχνών. Ο Χρήστος Θηβαίος, με τη χαρακτηριστική βραχνή και «αιμορραγούσα» φωνή του, ερμήνευσε με ειλικρίνεια και πάθος τραγούδια-ορόσημα της ελληνικής δισκογραφίας, από τους «Συνήθεις Υπόπτους» και το «Βροχή μου», έως τον «Άμλετ της Σελήνης» και το θρυλικό «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα».
Στο πλευρό του, ο Παναγιώτης Μάργαρης με τη μοναδική του δεξιοτεχνία στην κιθάρα, ανέδειξε μέσα από τις λεπτοδουλεμένες διασκευές του το βάθος και την ευαισθησία κάθε μελωδίας. Η συμβολή του δεν ήταν απλώς συνοδευτική· ήταν ουσιαστική, καθώς μέσα από τις χορδές του δημιουργήθηκαν παράλληλες αφηγήσεις, μικρές ηχητικές ιστορίες που λειτούργησαν σαν σχόλια στην ερμηνευτική διαδρομή του Θηβαίου. Η αλληλεπίδραση των καλλιτεχνών με το κοινό υπήρξε συνεχής και ζωντανή. Σε κάθε τραγούδι, οι θεατές τραγουδούσαν, συμμετείχαν, συγκινούνταν. Σιγοτραγουδούσαν, φώναζαν, χειροκροτούσαν. Η ατμόσφαιρα είχε κάτι από την αυθεντικότητα των παλιών συναυλιών, όπου το κοινό δεν είναι απλός θεατής, αλλά συνδημιουργός της στιγμής.
Με ενδιάμεσες αναφορές, μικρές ιστορίες και συναισθηματικές εξομολογήσεις, ο Χρήστος Θηβαίος έδωσε βάθος και υπόσταση στα τραγούδια. Ξεχώρισε ιδιαίτερα η αφήγησή του για τη γνωριμία του με την Αρλέτα το 1995, σ’ ένα μικρό μπαρ στα Εξάρχεια. Όταν εκείνη άκουσε για πρώτη φορά τα τραγούδια του χωρίς να τον γνωρίζει, του είπε: «Έχεις ταλέντο. Το θέμα είναι τι θα το κάνεις». Χρόνια αργότερα, του έδωσε μια ακόμα σπουδαιότερη συμβουλή: «Πρόσεχε. Στην επιτυχία χάνεις το μυαλό. Στην αποτυχία, την ψυχή». Λόγια που φώτισαν το προσωπικό του ταξίδι, το οποίο – κατά κοινή ομολογία – έχει πορευτεί με συνέπεια, ευθύνη και αγάπη για το ελληνικό τραγούδι.
Η συναυλία δεν ήταν απλώς η εναρκτήρια εκδήλωση ενός φεστιβάλ. Ήταν ένα ζωντανό τεκμήριο του πώς ο πολιτισμός μπορεί να λειτουργεί ως συνδετικός ιστός μιας κοινωνίας, ιδιαίτερα σε τόπους με ιστορία, ταυτότητα και δημιουργική δίψα, όπως η Λέσβος. Ο κόσμος αποχώρησε με τραγούδια στα χείλη και συγκίνηση στην καρδιά. Η βραδιά αυτή έδειξε ότι δύο καλλιτέχνες με βαθύ σεβασμό στη μουσική και στον άνθρωπο μπορούν να δημιουργήσουν κάτι πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων, μια εμπειρία κοινή, ανεξίτηλη, ανθρώπινη.








