Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Μτ. η΄ 5-13) ο Χριστός βρίσκεται στην Καπερναούμ, όπου Τον συναντά ένας εκατόνταρχος και τον παρακαλεί να θεραπεύσει το δούλο του που ήταν παράλυτος. Ο Κύριος ανταποκρίθηκε στο αίτημά του και χάρισε την ίαση στο δούλο του. Όμως, ο εκατόνταρχος μας αιφνιδιάζει. Λέει: «Δεν χρειάζεται Κύριε να έρθεις εσύ στο σπίτι μου, γιατί δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ κάτω απ’ την στέγη μου». Θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο να έρθει στο σπίτι του ο Χριστός. Μάλιστα, συνεχίζει και λέει: «Έχω ανθρώπους στην εξουσία μου και μόλις δώσω μια εντολή γίνεται αυτό που επιθυμώ». Άρα, μπορούσε ο Κύριος και μόνο με το λόγο Του να θεραπεύσει το δούλο. Έτσι, ο Κύριος θαυμάζει την πίστη τού εκατόνταρχου.
Υπάρχει μια απορία: Γιατί γίνεται λόγος απ’ τον Κύριο μόνο για την «πίστη» του εκατόνταρχου, όταν λέει: «Δεν βρήκα τέτοια πίστη στο Ισραήλ»; Ο εκατόνταρχος του είπε: «Δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ κάτω απ’ την στέγη μου». Άρα, είναι φανερό πως υπάρχει και ταπείνωση, θα πει κάποιος. Επομένως, το ερώτημα είναι: «Γιατί ο Κύριος δεν κάνει λόγο και για την «ταπείνωση» και για την «πίστη» του εκατόνταρχου;». Αυτό συμβαίνει διότι δεν μπορεί να υπάρξει «πίστη» χωρίς «ταπείνωση». Δεν μπορείς «ν’ αφήσεις» τη ζωή σου στο Θεό, αν δεν είσαι ταπεινός άνθρωπος. Όταν δεν πιστεύεις στο λογισμό σου, μόνο τότε μπορείς ν’ αφεθείς στον Χριστό. Αν δεν «αφήνεις χώρο» στη ζωή σου για το Θεό και είσαι μόνο εσύ ο ίδιος και τα ρυθμίζεις όλα, πάει «περίπατο» η πίστη.
Η πίστη προϋποθέτει το ταπεινό φρόνημα, που σημαίνει συναίσθηση της κατάστασής μου. Ο «ταπεινός» άνθρωπος φαίνεται απ’ το πώς αντιμετωπίζει τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες. Λέει προς το Θεό: «Έλα Θεέ μου να κάνεις εσύ κουμάντο στη ζωή μου». Αντιθέτως, ο «εγωιστής» άνθρωπος με τους πειρασμούς γίνεται πιο «κλειστός» και απομονώνεται πιο πολύ, κατηγορώντας όλο τον κόσμο. Ο «ταπεινός μαλακώνει» και «χαμηλώνει». Εμπιστεύεται το έλεος του Θεού και σχετίζεται με τους ανθρώπους. Η ταπείνωση δεν είναι απλώς μια έκφανση της πνευματικής ζωής, αλλά είναι η βάση της πνευματικής ζωής.
Ταυτόχρονα, είναι ο τρόπος που «θεραπεύονται» τα ψυχολογικά νοσήματα. Ποιος είναι αυτός ο τρόπος; Θα το επαναλάβουμε: Η «ταπείνωση». Δηλαδή, η αποδοχή της κατάστασής μας μ’ έναν ήσυχο τρόπο και ειρηνικό, χωρίς ταραχή. Άνθρωπος που δεν έχει συναίσθηση του μέτρου του, που δεν αποδέχεται την κατάστασή του και που δεν «αφήνεται» στο Θεό, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει «χαρά» και «ζωή». Ο άνθρωπος που αποδέχεται την κατάστασή του, τα έχει βρει με τον εαυτό του. Αποκαθιστά τη σχέση του με το Θεό και τους ανθρώπους. Χρειάζεται να προβληματιστούμε για το γεγονός πως δεν είμαστε καλά με τον εαυτό μας, πως δεν έχουμε σχέση «εμπιστοσύνης» και «αγάπης» με το Θεό και δεν μπορούμε να «χτίσουμε» μια πραγματική σχέση με τους ανθρώπους.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Για ποιο λόγο δεν παραδεχόμαστε την κατάστασή μας; Διότι στο βάθος δύο πράγματα συμβαίνουν: Πρώτον, θέλουμε να είμαστε εμείς «θεοί» του εαυτού μας, και δεύτερον, δεν εμπιστευόμαστε την αγάπη του Θεού. Βρισκόμαστε σε μια «υπαρξιακή ανασφάλεια» πως αν δεν αποδείξουμε ότι αξίζουμε, δεν θα γυρίσει ο Θεός να μας δει. Η αλήθεια, όμως, είναι άλλη: Επειδή ακριβώς δεν αξίζω με κοιτάζει ο Θεός. Είμαι άξιος επειδή αποδέχομαι την αναξιότητά μου. Βλέπουμε στο ευαγγέλιο τον εκατόνταρχο. Δεν ήταν κάποιος σπουδαίος «θρησκευτικός άνθρωπος». Ήταν ένας κοσμικότατος άνθρωπος. Βρήκε, όμως, το «μυστήριο της ζωής», το «μυστήριο» που «ανοίγει» την πνευματική ζωή και που θεραπεύει τον άνθρωπο. Ποιο είναι; Να καταλάβω την κατάστασή μου και να εμπιστευτώ το έλεος του Θεού και ν’ αφεθώ.
Ο εκατόνταρχος είχε αγάπη για το δούλο του και παρ’ όλα τα προβλήματα που είχε, παρέμενε ταπεινός. Η ταπείνωση σε συνδέει με όλους και με όλα. Όλη η πορεία της πνευματικής ζωής αυτή είναι. Αυτοί ήταν οι άγιοί μας. Είχαν αυτή τη συνείδηση και αυτή τη συναίσθηση: «Δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ κάτω απ’ την στέγη μου». Βλέπουμε πόσο απλά είναι τα πράγματα; Ν’ αποδεχτούμε την πραγματικότητά μας, αλλά και να ελπίζουμε στο έλεος του Θεού. Αυτός ο λόγος του εκατόνταρχου είναι απαραίτητο να γίνει το βίωμά μας. Να χαμηλώσουμε και να μην απαιτούμε απ’ το Θεό να έρθει να μας φανερωθεί. Να είμαστε ευχαριστημένοι που μόνο μ’ ένα λόγο Του μας συγχωρεί. Να πορευόμαστε απλά και ήσυχα. Αυτό φέρνει ειρήνη, ανάπαυση και ελευθερία στην καρδιά μας. Στο χέρι μας είναι.
Έχουμε αυτούς τους δύο τρόπους: Είτε να πιστέψουμε στις ιδέες μας και στις φαντασιώσεις μας, είτε ν’ αφεθούμε στα χέρια του Θεού μ’ εμπιστοσύνη. Αυτό μας ελευθερώνει και από ένα άλλο στοιχείο: την κατάκριση του διπλανού μας ανθρώπου. Όταν ξέρω την αναξιότητά μου, ποιον θα κρίνω; Όταν ξέρω την πραγματικότητά μου, από ποιον θ’ απαιτήσω να με αναγνωρίσει; Δεν χρειάζεται. Ούτε απ’ το Θεό το απαιτώ, ούτε απ’ τους ανθρώπους. Όταν, λοιπόν, το βρούμε αυτό, θα ανακαλύψουμε και το «μυστικό» της ζωής και της χαράς.