Την οργή και το ταυτόχρονο μειδίαμα μεταξύ των γιατρών του ΕΣΥ στη Λέσβο, προκαλεί η περιβόητη κοινή υπουργική απόφαση που εξεδόθη με πρωτοβουλία του Υπουργού Υγείας, η οποία φιλοδοξεί να επιτύχει, επιτέλους, να καλύψει τις κενές θέσεις των νοσοκομείων στα νησιά και την επικράτεια. Αυτό θα συμβεί αν τυχόν τα κίνητρα των 200 και 300 ευρώ που δίνονται για τις «προβληματικές και άγονες» ζώνες του ΕΣΥ, πείσουν τους γιατρούς να προσέλθουν για τις κενές θέσεις.
Μετά από τουλάχιστον ενάμιση χρόνο από την πρώτη εξαγγελία της συγκεκριμένης ρύθμισης, και με εκτενή διαφήμιση του μέτρου στα Μέσα Ενημέρωσης από τον υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη, η ρύθμιση επιτέλους έφτασε, και μάλιστα την ανήγγειλε ο ίδιος ο πρωθυπουργός με ανάρτησή του, θέλοντας να καρπωθεί επικοινωνιακά τα εύσημα, ως προάγγελο των εξαγγελιών του στην ΔΕΘ. «Θέλω σήμερα να αναφερθώ ξεχωριστά σε κάτι πολύ σημαντικό που έχει να κάνει με την επιβεβλημένη στήριξη των ιατρών του ΕΣΥ», έγραψε ο κ. Μητσοτάκης το απόγευμα της Πέμπτης.
Ακολούθησε η ΚΥΑ, η οποία χαρακτηρίζει ως άγονες σχεδόν όλες τις νησιωτικές περιοχές και πολλές άλλες στη χώρα, και προσδιορίζει τα επιδόματα «άγονης» με 300 ευρώ για την κατηγορία Α’ και 200 ευρώ για την κατηγορία Β’.
Οι ημέτεροι σύμβουλοι και φίλοι του υπουργού Υγείας από τον χώρο της Υγείας, οι κυβερνητικά διορισμένοι διοικητές των νοσοκομείων και οι συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ, επικροτούν ότι αυτός είναι ο μονόδρομος. Όπως τα πράγματα δείχνουν, κανένα άλλο μέτρο δεν έχει πείσει μέχρι τώρα τους γιατρούς να παραμείνουν ή να προσέλθουν, για να στελεχωθούν τα δημόσια νοσοκομεία που καταρρέουν από έλλειψη προσωπικού, μέρα τη μέρα. Ούτε τα απογευματινά ιατρεία, ούτε η δυνατότητα που δόθηκε στους γιατρούς του Δημοσίου να ιδιωτεύουν δεν έχουν φέρει αποτελέσματα.
Οι θέσεις παραμένουν ακάλυπτες, και οι προκηρύξεις για καίριες ειδικότητες, η έλλειψη των οποίων θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των ασθενών, καταλήγουν άγονες εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο οι συνταξιούχοι γιατροί αποχωρούν. Στο θέμα αυτό η Λέσβος είναι τυχερή, διότι διαθέτει αρκετά ικανοποιητική κάλυψη θέσεων συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα. Κι αυτό, όπως μας εξηγεί ο Πρόεδρος των Νοσοκομειακών Γιατρών Λέσβου, Αλέξανδρος Ζάμπρας, οφείλεται στην εντοπιότητα πολλών γιατρών που υπηρετούν στο Βοστάνειο και άλλες δομές υγείας, και έχουν αποφασίσει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο νησί. Παρ’ όλα αυτά, όπως προσθέτει ο κ. Ζάμπρας η δουλειά είναι πολύ αυξημένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, γιατί, πέρα από τους μετανάστες, υπάρχει και μεγάλος αριθμός ασθενών της τρίτης ηλικίας.
Όπως και να έχει, κάποιοι από τους νυν υπηρετούντες γιατρούς της Λέσβου γνωρίζουν τα περί «άγονης περιοχής» καλά, γιατί θυμούνται την πρώτη ρύθμιση του 1984, που πριμοδοτούσε τότε τους γιατρούς που υπηρετούσαν σε νοσοκομεία και μονάδες υγείας της άγονης, με επιπλέον αύξηση του 40% από το μισθό τους. Μια αύξηση που αναπροσαρμοζόταν και αυξανόταν κάθε χρόνο που ο γιατρός παρέμενε, με στόχο τα νοσοκομεία των νησιών να ασκούν αδιασάλευτα, με επάρκεια προσωπικού το έργο τους, και να μην εμφανίζουν κενά.
Σήμερα, το ποσό που ο Άδωνις Γεωργιάδης με στόμφο προβάλλει, θεωρείται πενιχρό, πρώτα από όλα γιατί δεν πρόκειται για αύξηση μισθού αλλά για επιδόματα, και γιατί παρακρατείται των επιδομάτων των 200 και 300 ευρώ μηνιαίως, το 40% από την εφορία. Όμως, όπως ο υπουργός έχει πει, λεφτά για προσλήψεις και αυξήσεις το κράτος δεν έχει, «γιατί η χώρα θα χρεοκοπήσει».
Έτσι, για να κρατήσει τους γιατρούς «ευχαριστημένους» και να τους προσελκύσει στο ΕΣΥ, ο κύριος Γεωργιάδης επιμένει ότι βρήκε τον τρόπο να αυξήσει τις αποδοχές. Λίγο-πολύ βάφτισε όλη τη χώρα άγονη, κατηγορίας Α’ ή Β’, γιατί σχεδόν παντού οι προκηρύξεις καταλήγουν άγονες, κι έτσι τα κίνητρα αυτών των επιδομάτων αποτελούν προς στιγμή για την πολιτική ηγεσία την έσχατη λύση. Περιοχές, όπως η Έδεσσα, η Λαμία και η Τρίπολη, και τόσες άλλες, που μπορεί και να απέχουν μια έως μιάμιση ώρα οδικώς από την πρωτεύουσα ή την συμπρωτεύουσα, χρίζονται άγονες στο εξής, αλλά, ω του θαύματος, ο κλήρος έπεσε στη Λέσβο!
Ενώ όλα τα νησιά του Αιγαίου ανήκουν στην κατηγορία Α’, το νοσοκομείο Μυτιλήνης, που είναι τόσο νευραλγικό (επιφορτισμένο και με τον μεταναστευτικό πληθυσμό και με μεγάλο όγκο τουρισμού) εντάχθηκε στην κατηγορία Β’. Είναι το μόνο νοσοκομείο του Αιγαίου που δεν θεωρείται από την ΚΥΑ ότι δικαιούται τον χαρακτηρισμό του άγονου με οξεία χαρακτηριστικά, κι ας απέχει 12 ώρες με το πλοίο από την Αθήνα.
Σύμφωνα με την ΚΥΑ, «ως προβληματικές και άγονες καθορίζονται εκείνες οι περιοχές, στις οποίες οι συνθήκες που επικρατούν, ιδίως οι γεωγραφικές, κοινωνικές, συγκοινωνιακές ή οικιστικές, συνιστούν αντικίνητρο για την κατάληψη θέσεων ιατρών/οδοντιάτρων κλάδου ΕΣΥ στις υγειονομικές δομές που βρίσκονται σε αυτές». Κι αν είναι αντικίνητρο για την Λέσβο και τους γιατρούς που θα ενδιαφερθούν να υπηρετήσουν στο Βοστάνειο, η μακρινή απόσταση, αν μη τι άλλο, και βέβαια η νησιωτικότητα! Όμως το Νοσοκομείο της Λέσβου «κόπηκε» από τη λίστα της κατηγορίας Α’ και εντάχθηκε στην κατηγορία Β’.
«Στην κατηγορία Α’ εντάσσονται οι περιοχές, «στις οποίες οι συνθήκες που αποτελούν κριτήριο για τον χαρακτηρισμό τους ως προβληματικών και άγονων, παρουσιάζονται ιδιαίτερα οξυμμένες» διευκρινίζει η κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας.
«Είναι απαράδεκτο η Μυτιλήνη να έχει ενταχθεί στην ίδια κατηγορία με την Τρίπολη, θα έπρεπε να ντρέπονται οι δημόσιες αρχές που το διαπραγματεύτηκαν», δηλώνει στα Νέα της Λέσβου ο Πρόεδρος των Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος, Παναγιώτης Παπανικολάου.
Το ζήτημα δεν είναι τα 100 ευρώ παραπάνω που δίνει η κατηγορία Α’ στους γιατρούς ως κίνητρο. Το ζήτημα είναι ότι για τον γιατρό που θα έρθει να υπηρετήσει στο Βοστάνειο, δεν θα έχει το προνόμιο της κατηγορίας Α’, σε 5 χρόνια να μπορεί να μεταβεί π.χ. στον Ευαγγελισμό, ώστε να προάγει την επαγγελματική του εξέλιξη. Από την Λέσβο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για το Βοστάνειο Μυτιλήνης, στην κατηγορία Α’ άγονων εντάχθηκαν τα Κέντρα Υγείας Άντισσας, Καλλονής, Πλωμαρίου, Πολιχνίτου. Πάλι καλά. Ας είναι, έστω, τα χωριά μας καλυμμένα, λόγω και της δύσβατης, σε δύσκολες ειδικά καιρικές συνθήκες, μορφολογίας του εδάφους, και λόγω της έλλειψης αμεσότητας των συγκοινωνιών στο εσωτερικό του νησιού.