Γράφει ο Στρατής Αθανάσης, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος
Μέσα στη «θερινή ραστώνη», στα χιλιοειπωμένα «μπάνια του λαού» είναι πολύ όμορφο να απολαμβάνει κανείς το διάβασμα ενός όμορφου, ψυχαγωγικού, ευκολοδιάβαστου βιβλίου με αφιέρωση. Τέτοια είναι η περίπτωση του πρόσφατου βιβλίου που εξέδωσε ο φίλος και συντοπίτης Παναγιώτης Ψαριανός με τίτλο «ΠΙΤΣΑ ΜΥΤΙΛΗΝΕΖΑ».
Τον συγγραφέα τον γνωρίζαμε ως τεχνοκράτη από εκπομπές της τηλεόρασης και από άρθρα σε εφημερίδες οικονομικής φύσεως. Τώρα μας εκπλήσσει, γιατί παράλληλα με τις εργασίες του, έχει τη διάθεση να ασχολείται με την ποίηση – έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές – και μας χαρίζει τα διηγήματά του που είναι ηθογραφίες.
Ήδη από το βιογραφικό του αντλούμε πληροφορίες για τον πνευματικό και συναισθηματικό κόσμο του συγγραφέα με διάχυτη την ενσυναίσθηση και την προσφορά.
Γράφει: «Γεννήθηκα στην καταπράσινη Γέρα της Λέσβου, με τον πανέμορφο Κόλπο της. Εκεί άκουσα τις μουσικές της φύσης, του κόσμου τις φωνές και τις ανάσες, κι είδα τον άνθρωπο γυμνό και διάφανο σαν τον καθάριο αγέρα ή το νερό των ποταμών που κυλούσαν από τους λόφους με τους ελαιώνες. Εκεί κολύμπησα στην όμορφη θάλασσα, τραγούδησα τον έρωτα και τον καημό και ήπια τους γλυκούς χυμούς της νιότης. Εκεί αισθάνθηκα βαθιά τη ζωή και το θάνατο κι άγγιξα την ψυχή του σύμπαντος. Εκεί ανδρώθηκα».
Μέσα σε αυτές τις γραμμές διακρίνεται όλη η οντολογία και δεοντολογία της πολυσύνθετης προσωπικότητας του Παναγιώτη Ψαριανού. Στο βιβλίο του αυτό ο Παναγιώτης παρατηρεί, αναπολεί, θυμάται, κριτικάρει περασμένα ήθη και έθιμα, καταστάσεις, νοοτροπίες, τύπους και χαρακτήρες ανθρώπων.
«Μόλις σκουλάσαν τα μουρά, η Κουνσταντής τσ’ η Βασιλ’ς, πήγαν σπίτ’ μάνι-μάνι πιτάξαν τα τρουβάδια ντουν πά’ στου μιντέρ’, αρπάξαν μια ντουμάτα, ένα φιλί ψουμί τσι κουμματ’ τυρί, πήραν τ’ απιτουνιά τσι του σουγιά ντουν τσι φύγαν καθιυθείαν για του πουταμό». Απόσπασμα από το διήγημα «Τ’ δασκάλ’ τα μούσουμλα».
Το βιβλίο είναι καλοτυπωμένο και περιέχει 23 διηγήματα, ηθογραφίες όλα γραμμένα στη λεσβιακή ντοπιολαλιά, τα οποία εκτείνονται σε 177 σελίδες.
Το εξώφυλλο κοσμεί πετυχημένο σκίτσο του ζωγράφου Γ. Σταθόπουλου.
Στο τέλος αφιερώνει 58 ολόκληρες σελίδες σε ευρετήριο λέξεων, όρων, περιγραφών και διευκρινιστικών εξηγήσεων. Και όπως μας γράφει σχετικά αφιέρωσε πολύ χρόνο για να ερανισθεί από πολλά λεξικά, ελληνικά και ξένα, τη σημασία των λέξεων, την ετυμολογία τους, συνώνυμα κ.λ.π..
Ο συγγραφέας γνωρίζοντας τις δυσκολίες που έχουν οι νεώτεροι να κατανοήσουν τη δομή και το λεξιλόγιο της λεσβιακής διαλέκτου έγραψε τα ίδια διηγήματα σε ξεχωριστό βιβλίο μεταφέροντάς τα στην κοινή ομιλούμενη νεοελληνική γλώσσα. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη αφενός μεν να απολαύσει τις ηθογραφίες, αλλά και αφετέρου να κάνει συγκρίσεις με τους 2 γλωσσικούς τύπους.
Στα κείμενά του χρησιμοποιεί την παρατακτική σύνταξη. Εμβόλιμα μας κάνει και γενικεύσεις με χαρακτήρα γνωμικών: «Tι άλλου θέλ’ μια γ’ναίκα, απ’ του να είνι ιρουτιυμέν’, να τ’ν αγαπούν, να τνη θαυμάζιν τσι να τνη σιβόντιν, τσι να ‘χιν – αυτή τσι γη άντρας ητς – μια καλή δ’λειά, να βγάζιν αρκιτά χρήματα για να πιρνούν καλά, να κάνιν πιδιά, να τα μεγαλώσιν τσι να τα σπουδάξιν; Tίπουτα άλλου!».
Πιστεύω ότι τα βιβλία τούτα, μαζί με τις ποιητικές του συλλογές πρέπει να κοσμούν τη βιβλιοθήκη κάθε Μυτιληνιού και όχι μόνο που αγαπά τον τόπο και τη γλώσσα του.
Οι παλιότεροι θα θυμηθούν καταστάσεις, νοοτροπίες, ήθη και έθιμα, θα γελάσουν και θα προβληματιστούν.
Οι νεότεροι θα έρθουν σε επαφή με τη λεσβιακή ντοπιολαλιά που δυστυχώς τείνει να εξαλειφθεί. Θα ψυχαγωγηθούν και θα κάνουν τις απαραίτητες συγκρίσεις με τη σημερινή πραγματικότητα.
Οι ανθρώπινοι τύποι, οι καταστάσεις, τα περιστατικά που περιγράφονται είναι η ιστορία του τόπου μας. Και ως γνωστόν «Όλβιος όστις Ιστορίης έσχεν μάθησιν».
Στον συγγραφέα και φίλο Παναγιώτη αξίζουν πολλά συγχαρητήρια για το πολύ δύσκολο αλλά και πολύ όμορφο δημιούργημά του.
Νομίζω ότι με τα έργα του όχι μόνο έφτασε στο «σκαλί το πρώτο», αλλά είναι «πολίτης εις των ιδεών την πόλι», όπως έλεγε και ο αλεξανδρινός Καβάφης.
Καλοτάξιδα!