«Ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση» ήταν η απόφαση που πήρε χθες το απόγευμα το Προεδρείο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, απορρίπτοντας την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος εν διαστάσει σύζυγος της αδικοχαμένης Ερατώς, ώστε να μειωθεί η ποινή του. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η εισήγηση της εισαγγελέως που «στρίμωξε» για τα καλά τον κατηγορούμενο, αλλά και οι μαρτυρίες των συγγενών και φίλων της Ερατώς.
Το Εφετείο είχε διακοπεί την Δευτέρα λόγω παρέλευσης του ωραρίου, ενώ συνεχίστηκε χθες με την απολογία του κατηγορουμένου, την εισήγηση της εισαγγελέως, αλλά και τις αγορεύσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών. Το κλίμα ήταν τεταμένο από το πρωί, ενώ συλλογικότητες και οργανώσεις, όπως ο Σύλλογος Προοδευτικών Γυναικών αλλά και το “Αυτόνομο Στέκι” βρίσκονταν ήδη από τις 9 το πρωί φωνάζοντας συνθήματα έξω από το δικαστικό μέγαρο. «Δεν είναι όλες εδώ, λείπει η Ερατώ», ήταν ένα από τα συνθήματα που φώναζαν έξω από το δικαστήριο. Οι συγκεκριμένες συλλογικότητες σε κάθε δίκη που αφορούσε τη δολοφονία της Ερατώς ήταν ανελλιπώς στο πλάι της μητέρας της δίνοντάς της κουράγιο.
Στις 10 το πρωί, χθες, έλαβε χώρα στην γεμάτη αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου η συνέχεια της δίκης μετά την έφεση που είχε ασκήσει ο κατηγορούμενος για τη μείωση της ποινής του. Ο ίδιος στην απολογία του ανέφερε μετανιωμένος για την πράξη του, την οποία είχε παραδεχτεί από την πρώτη στιγμή, δηλώνοντας ότι ουδέποτε υπήρξε βίαιος προς την Ερατώ παρά τις μαρτυρίες της οικογένειας και των φίλων της για το περιστατικό της σπασμένης πόρτας. Τόνισε ότι υπήρχαν κάποιοι μικροί καβγάδες, όπως έχουν όλα τα ζευγάρια, και ότι αυτοί ξεκίνησαν από την ημέρα που γεννήθηκε το παιδί τους.
Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος αμφισβήτησε κάθε κατηγορία για τον εξαναγκασμό προς την Ερατώ ώστε να προχωρήσουν σε ερωτική πράξη παρά την θέλησή της και γενικότερα παρουσίασε την εικόνα ότι υπήρξε ένας καλός σύζυγος και πατέρας. Την συγκεκριμένη άποψη την αιτιολόγησε λέγοντας ότι περνούσε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε με την οικογένειά του, δείχνοντας την αγάπη που είχε για την Ερατώ, καθώς όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν της χαλούσα χατίρι».
Ωστόσο μέσα από τις μαρτυρίες των συγγενών και φίλων της Ερατώς εκφράστηκε η άποψη ότι η Ερατώ ήταν δυστυχισμένη στο γάμο της με τον κατηγορούμενο, πράγμα που ο ίδιος έσπευσε να αμφισβητήσει. Μάλιστα επεσήμανε ότι την βοήθησε στην μετακόμισή της στη Μυτιλήνη, ενώ ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε πως είχε προσλάβει δικηγόρο για το διαζύγιο, παρόλο που εκείνος έτρεφε ακόμα ελπίδες ότι θα τα ξαναβρούν. Στη συνέχεια της απολογίας του ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι το βράδυ του συμβάντος εκείνος είχε βρεθεί σε κάποιο μπαρ μαζί με έναν φίλο του, στη συνέχεια πήγε στο σπίτι που είχε μετακομίσει η Ερατώ, μπήκε από την μπαλκονόπορτα και την βρήκε με κάποιον άλλον άντρα. Μετά, όπως κατέθεσε χθες, πήγε στο πατρικό του στα Λουτρά, πήρε το κυνηγετικό του όπλο και επέστρεψε πάλι στο σπίτι της Ερατώς, όπου και την δολοφόνησε.
Στην πρώτη του κατάθεση είχε ισχυριστεί ότι είχε πάει σπίτι της Ερατώς για να πάρει ένα «σέικερ», ενώ χθες υποστήριξε πως πήγε γιατί την άκουσε στεναχωρημένη. Αυτή ήταν μια από τις λίγες αντιφάσεις στα λεγόμενά του. Το Προεδρείο του δικαστηρίου αλλά και η εισαγγελέας επέμεναν σε ερωτήσεις του τύπου «γιατί την σκότωσες;» και εκείνος απαντούσε ότι ήταν εν βρασμώ, δεν έβλεπε καθαρά, ενώ παραδέχτηκε ότι τον είχε κυριεύσει η ζήλια από τότε που του ζήτησε να χωρίσουν.
Καταπέλτης ήταν τόσο οι ερωτήσεις της εισαγγελέως προς τον κατηγορούμενο, όσο και η εισήγησή της λίγο πριν την αγόρευση του δικηγόρου της πολιτικής αγωγής. Η εισαγγελέας «στρίμωξε» τον κατηγορούμενο, αφού στις περισσότερες ερωτήσεις εκείνος απαντούσε ότι δεν θυμόταν πολλά πράγματα. Μάλιστα ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε και η διαπίστωση ότι για την Ερατώ κατέθεσαν συνολικά 15 άτομα, ενώ για την υπεράσπιση του κατηγορούμενου μόλις ένας!
Η εισαγγελέας στην εισήγησή της εξέφρασε την άποψη ότι ο κατηγορούμενος δεν βρισκόταν εν βρασμώ αφού κατάφερε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να επιστρέψει στα Λουτρά και μετά πάλι στο σπίτι που διέμενε η Ερατώ και στη συνέχεια να διαπράξει το έγκλημα. Συνεπώς δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτό το αίτημά του για μείωση της ήδη υπάρχουσας ποινής. Αυτή η εισήγηση ήταν και εκείνη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση.