Μυρτώ Ζαχαροπούλου, Αναπτυξιακή Ψυχολόγος
Ο τρόπος με τον οποίον η τεχνολογία – και συνεπώς η οθόνη – μπαίνει τις τελευταίες δεκαετίες στη ζωή μας και στη ζωή των παιδιών μας, μεταβάλλοντάς την, είναι κάτι το πρωτοφανές. Απ’ τη μία, δεν μπορούμε ούτε να ανατρέξουμε στις μνήμες μας ως παιδιά, ούτε και στην εμπειρία των μεγαλύτερών μας. Από την άλλη πλευρά όμως έχουμε στη διάθεσή μας πληθώρα μελετών ιδιαίτερα χρήσιμων, οι οποίες εφιστούν την προσοχή μας στους υπαρκτούς κινδύνους που ελλοχεύουν σχετικά με τη σωματική υγεία (για παράδειγμα αυξημένος κίνδυνος παχυσαρκίας), αλλά και με την ψυχική υγεία των παιδιών (ελλειμματική συγκέντρωση, αυξημένη παρορμητικότητα και επιθετικότητα) όταν αυτά τα τελευταία εκτίθενται στις οθόνες χωρίς όρια.
Το ζητούμενο δεν είναι να στερήσουμε τα παιδιά μας από αυτήν, αλλά να τα εκπαιδεύσουμε ούτως ώστε να μπορέσουν να τη χρησιμοποιούν σωστά. Τι σημαίνει όμως σωστή εκπαίδευση; Πώς γίνεται πράξη μέσα στην καθημερινότητά μας;
Συχνά, αυτό που χρειαζόμαστε ως γονείς δεν είναι περίπλοκες συνταγές και αυστηρούς κανόνες, αλλά απλές και εφαρμόσιμες συμβουλές και σε ευρύτερα πλαίσια μία «λογική» διαχείρισης στη σχέση των παιδιών με την οθόνη. Και ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι πολύ βοηθητική η έννοια της «ψηφιακής διατροφής», την οποία εισήγαγε για πρώτη φορά η Jocelyn Brewer, Αυστραλή ψυχολόγος με πολυετή ειδίκευση στο πεδίο αυτό. Μας προσκαλεί λοιπόν να σκεφτούμε πάνω στη σχέση του παιδιού με την οθόνη και την τεχνολογία με όρους… φαγητού!
Κάθε οικογένεια διαμορφώνει τις δικές της συνήθειες και κανόνες στο φαγητό. Οι κανόνες και οι συνήθειες που διέπουν τη διατροφή της οικογένειας είναι ένα θέμα με το οποίο οι γονεις είναι εξοικειωμένοι, και επαρκείς να τη διαχειριστούν. Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να διαμορφώσουν και τις συνήθειες του παιδιού σε σχέση με την οθόνη και τις τεχνολογίες. Ας δούμε μερικές από τις αναλογίες που μπορούμε να “χρησιμοποιήσουμε”.
Κατ’αρχάς, όπως και με τις τροφές, η έκθεση στα διάφορα «ψηφιακά» ερεθίσματα έχει καθαρά αναπτυξιακά στάδια “εισαγωγής”. Ο Serge Tisseron, Γάλλος ψυχαναλυτής-ψυχίατρος και καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Université Paris 7 – Denis Diderot, ο οποίος εργάζεται εδώ και είκοσι χρόνια πάνω στις σχέσεις παιδιού-εικόνας, ανέπτυξε το 2008 τον κανόνα «3-6-9-12» ο οποίος υιοθετήθηκε τρία χρόνια αργότερα από τη Γαλλική ένωση παιδιάτρων.
Σύμφωνα με αυτό τον κανόνα:
– Το παιδί δεν πρέπει να εκτίθεται μόνο του και για μεγάλη διάρκεια στην τηλεόραση πριν από τα 3 χρόνια, καθώς βλάπτει την ανάπτυξή του. Μάλιστα η συνήθεια της μονίμως ανοιχτής τηλεόρασης μπορεί να επιβαρύνει την ικανότητα συγκέντρωσής του.
– Συστήνεται επίσης να μην αποκτά παιχνίδια σε κονσόλα πριν από τα 6 χρόνια, καθώς μόλις το παιδί γίνει ιδιοκτήτης των συσκευών αυτών, η χρήση τους γίνεται ανεξέλεγκτη. Επιπλέον, μπορεί να διαταράσσουν τους ρυθμούς του ύπνου του, αν τα χρησιμοποιεί το βράδυ πριν κοιμηθεί, λόγω των φωτεινών πηγών που χρησιμοποιούνται.
– Να μην επιτρέπεται η ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο πριν από τα 9 χρόνια. Είναι σημαντικό να προετοιμάσουμε το παιδί εξηγώντας του τους βασικούς κανόνες του internet: Πως ό,τι τοποθετεί στο διαδίκτυο γίνεται «δημόσιο», πως θα μείνει για πάντα και πως δεν πρέπει να πιστεύει όλα όσα βρίσκει στο διαδίκτυο. Μετά τα 9 χρόνια, η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι ασφαλές να γίνεται υπό την επίβλεψη των γονιών.
– Και τέλος, να πούμε όχι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν από τα 12, καθώς το παιδί χρειάζεται να «χτίσει» την κοινωνική του εμπειρία στην πραγματική ζωή και να μάθει να διακρίνει τους κανόνες που διέπουν τη «ζωντανή» αφενός και την «ψηφιακή» αφετέρου επικοινωνία.
Επίσης, όπως ακριβώς οι γονείς προσπαθούν να δίνουν το «καλό παράδειγμα» στα παιδιά, τρώγοντας το φαγητό που σερβίρεται στο πιάτο τους (και καταπίνοντας με δυσκολία κάποιες φορές τα λαχανάκια Βρυξελλών που τόσο απεχθάνονται), έτσι είναι πολύ σημαντικό να δίνουν το αντίστοιχο καλό παράδειγμα όσον αφορά τη χρήση της τεχνολογίας, αφήνοντας για παράδειγμα το κινητό τους στην άκρη την ώρα του φαγητού ή των κοινών δραστηριοτήτων. Είμαστε τα πρότυπα που θα μιμηθούν τα παιδιά μας, οπότε η σωστή εκπαίδευση ξεκινά από τη δική μας υγιή σχέση με την οθόνη και την τεχνολογία.
Μία άλλη αναλογία αφορά την ποσότητα και τη διάρκεια του φαγητού. Όπως ακριβώς τρώμε συγκεκριμένες ποσότητες (το πιάτο μας) και σε συγκεκριμένες στιγμές μέσα στη μέρα, έτσι μπορούμε να καθορίσουμε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα μέσα στη μέρα στα οποία θα «μασουλάμε» οθόνες. Με τον ίδιο τρόπο, όπως τρώμε μία μερίδα φαγητό κάθε φορά, έτσι θα πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά μας να επιλέγουν ένα DVD ή ένα παιχνίδι τη φορά και όχι να εκτίθενται σε μία συνεχόμενη ροή κινούμενων εικόνων, όπως εύκολα μπορεί να συμβεί σε διάφορες πλατφόρμες (για παράδειγμα youtube, Netflix κλπ.).
Όπως το να τρώμε όλοι μαζί είναι συνήθως πιο ευχάριστο από το να τρώμε μόνοι, μπορούμε να προτιμήσουμε για τα παιδιά μας τις δραστηριότητες με κοινή χρήση οθόνης. Μπορούμε να υιοθετήσουμε το τελετουργικό παρακολούθησης κάποιας κινηματογραφικής ταινίας μαζί με τα παιδιά μία φορά την εβδομάδα και να προτιμήσουμε βιντεοπαιχνίδια που παίζονται από πολλούς παίκτες. Ταυτόχρονα, όπως στη διάρκεια του φαγητού μπορεί να σχολιάζουμε τις γεύσεις, τη συνταγή και να μιλάμε για το φαγητό, με τον ίδιο τρόπο είναι σημαντικό να αφήνουμε χώρο στα παιδιά για να μιλήσουμε για τις οθόνες.
Τέλος, όπως ακριβώς νοιαζόμαστε για την ποιότητα του φαγητού, με τον ίδιο τρόπο είναι σημαντικό να προσέχουμε την ποιότητα του χρόνου του μπροστά από την οθόνη. Μία ώρα γεμάτη με ένα πολεμικό παιχνίδι δεν είναι ίδια ποιοτικά με μία ώρα γεμάτη με ένα εκπαιδευτικό παιχνίδι. Ο χρόνος της οθόνης πρέπει πάντα να έχει να κάνει με το τι βλέπει το παιδί σε αυτή, τι κάνει σε αυτή, και ποιον συναντά εκεί.
Oι αναλογίες θα μπορούσαν να συνεχιστούν για αρκετές σελίδες ακόμη, και το ενδιαφέρον είναι ο καθένας να ανακαλύψει τον δικό του τρόπο να τις εφαρμόσει. Αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε απο αυτή την ιδέα είναι να κατανοήσουμε ότι η σχέση που θα αναπτύξει το παιδί με την οθόνη συνδέεται στενά με τη δική μας σχέση με αυτήν και με την ικανότητά μας να το «συνοδέψουμε» και να γίνουμε συνοδοιπόροι του σε αυτή του την ανακάλυψη. Από την άλλη, μας δείχνει ότι ως γονείς μπορούμε να ενεργοποιήσουμε όλα τα «εργαλεία» που έχουμε στη διάθεσή μας και να τα αξιοποιήσουμε με ασφάλεια, ακόμα και σε κάτι τόσο νέο και ευμετάβλητο όσο οι σύγχρονες τεχνολογίες.