Του Ψυχιάτρου Νικόλαου Κουμλέλλη
Αντίξοες συνθήκες και διάφορα στρεσογόνα γεγονότα ζωής έχουν διαπιστωθεί να σχετίζονται με την πιθανότητα εμφάνισης συναισθηματικής διαταραχής.
Τα γεγονότα αυτά δρουν είτε προδιαθεσικά (με το να αυξάνουν την πιθανότητα εκδήλωσης της νόσου σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από την εμφάνισή τους), είτε εκλυτικά (οπότε η νόσος βρίσκεται σε σαφή χρονική συνάφεια με αυτά και η εμφάνισή τους ακολουθεί αμέσως τα γεγονότα). Είναι μάλιστα πιθανόν ότι γενετικοί παράγοντες τροποποιούν την ευαισθησία στα γεγονότα ζωής, δηλαδή την πιθανότητα η παρουσία τους να επιδράσει στην εκδήλωση συναισθηματικής διαταραχής.
Τα καλύτερα μελετημένα προδιαθεσικά γεγονότα αφορούν σε πρώιμα γεγονότα ζωής, γεγονότα δηλαδή που συμβαίνουν στη μικρή ηλικία και για τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης ( όχι όμως και μανίας) στην ενήλικη ζωή. Μεταξύ αυτών, το πλέον καλά μελετημένο είναι η απώλεια γονέα πριν από την ηλικία των 12 ετών, ενώ φαίνεται ότι και η κακοποίηση (σωματική ή /και σεξουαλική) έχει παρόμοια επίδραση. Άλλες αντιξοότητες, όπως η πολύ κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειας, η ανεπαρκής φροντίδα από τους γονείς, καθώς και διάφορες έντονες ψυχοτραυματικές εμπειρίες του παιδιού, φαίνεται ότι επιδρούν επίσης με παρόμοιο τρόπο.
Η ανεργία, το διαζύγιο, το πένθος, η κακή οικονομική κατάσταση, διάφορες σωματικές νόσοι και άλλα κοινωνικά και επαγγελματικά στρεσογόνα γεγονότα ζωής μπορεί να δράσουν εκλυτικά στην εμφάνιση επεισοδίων συναισθηματικής διαταραχής, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι συχνά προηγούνται της εμφάνισης μείζονος καταθλιπτικού ή μανιακού επεισοδίου. Ενδιαφέρον είναι ότι οι εν λόγω δυσμενείς συνθήκες συσχετίζονται μόνο με τα πολύ λίγα πρώτα επεισόδια της συναισθηματικής διαταραχής, ενώ αργότερα η διαταραχή “αυτονομείται” και η εμφάνιση των επεισοδίων παύει να σχετίζεται με στρεσογόνα γεγονότα.
Η παρατήρηση αυτή έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη της θεωρίας της “αναδαύλισης”, σύμφωνα με την οποία το κάθε επεισόδιο ανοίγει το δρόμο για το επόμενο, ώστε να μην είναι πλέον απαραίτητη η παρουσία εξωτερικών γεγονότων για την υποτροπή. Η βιολογική εξήγηση είναι ότι κατά τα διαδοχικά επεισόδια δημιουργούνται πιθανώς νευρωνικές μνήμες (νέες συνδέσεις μεταξύ νευρώνων), οι οποίες αρκούν για να ενεργοποιήσουν τα νέα επεισόδια.
Η εντατική και κατά το δυνατόν, πλέον έγκαιρη θεραπεία των επεισοδίων μόλις εμφανίζονται, όπως και η συνεπής προφυλακτική αγωγή ήδη από τα πρώιμα στάδια της νόσου, θεωρείται ότι ελαττώνουν τις συνέπειες της αναδαύλισης και επομένως και την πιθανότητα εμφάνισης νέων επεισοδίων στο μέλλον.
Τέλος, οι βιολογικοί δρώντες περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η χρήση ορισμένων φαρμάκων και ουσιών ( αλκοόλ, κάνναβης, ψυχοδιεγερτικών κ.λ.π.) ή η απόσυρσή τους, μπορεί να σχετίζονται με την έκλυση μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου ή μανιακού.
Το άτομο με τη διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από αστάθεια η οποία αφορά την εικόνα εαυτού (διαταραχή της ταυτότητας), τα συναισθήματα, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τη συμπεριφορά.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι οι απεγνωσμένες προσπάθειες αποφυγής της εγκατάλειψης, είτε πραγματικής είτε στη φαντασία του, η υποτροπιάζουσα αυτοκτονική ή αυτοακρωτηριαστική συμπεριφορά, και τα χρόνια αισθήματα κενού, οργής και ματαιότητας.
Το ποσοστό των ασθενών αυτών που έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους ανέρχεται σε 50%-85%, ενώ το ποσοστό θνητότητας φθάνει στο 8%-10%. Οι οριακοί ασθενείς με αυτοκτονική συμπεριφορά αναφέρουν υψηλότερο ποσοστό ψυχοτραυματικών γεγονότων, όπως σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, παραμέληση, πρώιμη απώλεια, αποχωρισμού από τους γονείς.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό τους είναι η έντονη παρορμητικότητα, η οποία είναι αυτοβλαπτική και εμφανίζεται σε πεδία όπως το σεξ, η κατάχρηση ουσιών, η επικίνδυνη οδήγηση, η σπατάλη χρημάτων, καθώς και έντονος θυμός ή δυσκολία ελέγχου του θυμού.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η συναισθηματική αστάθεια. Αυτό σημαίνει, μεταβολές της διάθεσης, οι οποίες εκδηλώνονται με κατάθλιψη, άγχος, επιθετικότητα, οργή, απόγνωση, πανικό, ευερεθιστότητα και δυσφορία. Οι εναλλαγές αυτές μπορεί να επηρεάσουν την αντίληψη της πραγματικότητας και την κριτική ικανότητα του ατόμου. Η συναισθηματική αυτή αστάθεια οδηγεί σε δημιουργία έντονων και ασταθών διαπροσωπικών σχέσεων.
Η οριακή διαταραχή συχνά εμφανίζεται με διαταραχές της διάθεσης (κατάθλιψη, δυσθυμία, διπολική διαταραχή), από τις οποίες μπορεί να είναι δύσκολο να διαφοροδιαγνωστεί. Επίσης έχει κοινά χαρακτηριστικά ή μπορεί να υποδυθεί οποιαδήποτε σχεδόν από τις άλλες διαταραχές προσωπικότητας, ειδικά την παρανοειδή και τη ναρκισσιστική.
Η αντιμετώπισή της απαιτεί συνδυασμό θεραπειών, όπως ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, φαρμακευτικής αγωγής, πλαίσιο συγκράτησης του ασθενή και ψυχοθεραπευτική εργασία με τους γονείς.