Σε μια εποχή που η εκπαίδευση προβάλλεται ως βασική προτεραιότητα για το μέλλον των παιδιών μας, η πραγματικότητα έρχεται συχνά να διαψεύσει την πρόθεση. Σε πολλές περιοχές της χώρας, καθώς αυτό αποτελεί πανελλαδικό πρόβλημα, γονείς και μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με μια αδιέξοδη αναμονή, όταν πρόκειται για τη διάγνωση και υποστήριξη μαθητών με ενδεχόμενες μαθησιακές δυσκολίες.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία του προβλήματος, ας δούμε πώς λειτουργεί η διαδικασία: Όταν ένας καθηγητής στο σχολείο διαπιστώσει ότι ένας μαθητής δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στη μαθησιακή διαδικασία με τρόπους που ξεπερνούν τις συνήθεις διαφορές επίδοσης, μπορεί να ενημερώσει τον Σύλλογο Διδασκόντων και να προτείνει την παραπομπή του παιδιού για περαιτέρω αξιολόγηση. Αφού ενημερωθεί η οικογένεια και συμφωνήσει, κατατίθεται επίσημη αίτηση στο Κέντρο Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ), με στόχο τη διάγνωση πιθανών μαθησιακών δυσκολιών και την πρόταση εξατομικευμένης στήριξης, όπως προφορική εξέταση, εκπαιδευτικές προσαρμογές, ή παράλληλη στήριξη.
Στην πράξη όμως, η πορεία αυτή δεν είναι τόσο άμεση όσο θα έπρεπε. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μαθήτριας Λυκείου από τη Μυτιλήνη. Αν και ο εντοπισμός των μαθησιακών δυσκολιών από τους δασκάλους και καθηγητές των σχολείων, δεν έγινε στα προηγούμενα σχολικά χρόνια, μια καθηγήτρια, την φετινή χρονιά, που η μαθήτρια φοιτούσε πια στην Α’ Λυκείου, επεσήμανε τις ενδείξεις δυσκολιών. Με υπευθυνότητα και ευαισθησία, ακολουθήθηκαν τα προβλεπόμενα βήματα και η οικογένεια προχώρησε στην υποβολή αίτησης για αξιολόγηση στο ΚΕΔΑΣΥ τον Νοέμβριο του 2024.
Σήμερα, επτά μήνες αργότερα και ενώ η μαθήτρια έχει ολοκληρώσει τη σχολική χρονιά, και λίγο πριν μεταβεί στην Β’ τάξη του Λυκείου, δεν έχει υπάρξει καμία ανταπόκριση ή αξιολόγηση. Και το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι: Πόσο μπορεί να περιμένει ένα παιδί που πιθανόν χρειάζεται υποστήριξη για να σταθεί ισότιμα στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις; Πόσο δίκαιο είναι να ξεκινά τη Β’ και κατόπιν τη Γ’ Λυκείου – που ως γνωστόν συνοδεύεται κι από τις πανελλήνιες εξετάσεις – χωρίς καμία βοήθεια, απλώς επειδή το σύστημα «δεν προλαβαίνει;». Και τι συμβαίνει εάν τελικά κριθεί ότι πράγματι χρειάζεται στήριξη, αλλά στο μεταξύ έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος;
Η υποστελέχωση και η υπερφόρτωση των ΚΕΔΑΣΥ – ειδικά σε μέρη πιο αποκεντρωμένα, όπως η Λέσβος – πολλές φορές δημιουργούν «ουρές αναμονής» που δυσκολεύουν την διαδικασία τόσο για τα παιδιά και τους γονείς όσο και για το σχολικό περιβάλλον. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι βέβαιο πως κάθε φορέας που το κύριο πεδίο ενασχόλησής του έχει να κάνει με παιδιά, κάνει συνεχείς προσπάθειες για την βέλτιστη εξυπηρέτηση όλων με τους πόρους και τα δεδομένα που διαθέτει.
Η ίδια η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού – και πιο συγκεκριμένα η Υπουργός Σοφία Ζαχαράκη – έχει ανακοινώσει αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ΚΕΔΑΣΥ, δίνοντας έμφαση στην ενίσχυση των ομάδων αξιολόγησης μέσα στα σχολεία. Η συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και η δυνατότητα να γίνονται οι αξιολογήσεις στον φυσικό χώρο των μαθητών θεωρούνται καθοριστικά βήματα για την έγκαιρη και αποτελεσματική υποστήριξη των παιδιών, χωρίς τις χρονοβόρες μετακινήσεις και την αγωνία των οικογενειών.
Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση δεν είναι πολυτέλεια, είναι προϋπόθεση ισότητας. Πίσω από κάθε αίτηση, πίσω από κάθε αναμονή, υπάρχει ένα παιδί που περιμένει. Και κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να περιμένει μόνο του.