Της Μαρίας Χατζηαργυρίου,
Γαστρεντερολόγου – Ηπατολόγου
Ο καρκίνος του στομάχου (γαστρικός καρκίνος) αποτελεί μείζον αίτιο θνητότητας και νοσηρότητας, δεδομένου ότι είναι το πέμπτο πιο συχνό καρκίνωμα και το τρίτο σε θνησιμότητα παγκοσμίως. Αν και σπάνιος στα νέα άτομα η επίπτωσή του αυξάνεται με την ηλικία, ενώ ο κίνδυνος εμφάνισής του είναι διπλάσιος ή τριπλάσιος στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες. Όταν μιλάμε για καρκίνο του στομάχου κατά 90% αναφερόμαστε σε αδενοκαρκίνωμα και κατά 10% σε άλλους τύπους, όπως τα γαστρικά λεμφώματα, οι νευροενδοκρινείς όγκοι και οι στρωματικοί όγκοι.
Η παθογενετική διαδικασία της καρκινογένεσης του στομάχου είναι πολυπαραγοντική. Η διατροφή φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο. Κάποιοι παράγοντες είναι επιβαρυντικοί, όπως η κατανάλωση αλκοόλ, καφέ, αλατιού, καπνιστών προϊόντων και κρέατος και κάποιοι προστατευτικοί, όπως η πρόσληψη φρούτων, λαχανικών και βιταμινών. Η μεσογειακή δίαιτα που βασίζεται στην κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, ψαριών, θαλασσινών, με παράλληλη χαμηλή πρόσληψη κόκκινου επεξεργασμένου κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων και μέτρια χρήση κόκκινου κρασιού, συνδέθηκε με σημαντική μείωση του γαστρικού καρκίνου. Για το κάπνισμα υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Αντιθέτως, η σωματική άσκηση λειτουργεί προστατευτικά. Μεγάλη συζήτηση γίνεται για τον πιθανό παθογενετικό ρόλο των φαρμάκων στο γαστρικό καρκίνο, χωρίς ωστόσο ασφαλή συμπεράσματα επί του παρόντος.
Το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, ένα μικρόβιο που υπάρχει στο στομάχι κάποιων ασθενών, έχει ενοχοποιηθεί και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του στομάχου. Ο βασικός μηχανισμός καρκινογένεσης λόγω του μικροβίου είναι η ανάπτυξη γαστρίτιδας, δηλαδή χρόνιας φλεγμονής που οδηγεί σε ατροφία, εντερική μεταπλασία, δυσπλασία και καρκίνο με τον λεγόμενο καταρράκτη γεγονότων του Correa. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν εκρίζωση του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού ως την καλύτερη στρατηγική για πρόληψη του γαστρικού καρκίνου. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε γαστροσκόπηση και διαπιστώνονται με ιστολογική εξέταση οι παραπάνω παθολογικές καταστάσεις παρακολουθούνται ενδοσκοπικά σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Ο καρκίνος του στομάχου στην πρώιμη φάση του συνήθως είναι ασυμπτωματικός και μπορεί να ανακαλυφτεί τυχαία σε μια γαστροσκόπηση που γίνεται για άλλα παθολογικά προβλήματα. Αναιμία, απώλεια βάρους, ανορεξία, ναυτία, εμετός, δυσπεψία, καυσαλγία, δυσκολία στην κατάποση του φαγητού και φυσικά πόνος στην κοιλιά είναι συμπτώματα που πρέπει να μας οδηγήσουν άμεσα στο γαστρεντερολόγο. Ο ειδικός γαστρεντερολόγος θα κρίνει ποιοι ασθενείς είναι υψηλού κινδύνου και ποιοι θα πρέπει να εξεταστούν. Ο πρώιμος γαστρικός καρκίνος είναι ιάσιμος. Είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς με συμπτώματα να μην παίρνουν φάρμακα από μόνοι τους χωρίς να συμβουλεύονται γιατρό γιατί μπορεί να καλύψουν μια παθολογική κατάσταση και να καθυστερήσουν τη διάγνωσή της.
Συγγενείς 1ου βαθμού ασθενών με καρκίνο του στομάχου, λόγω της ύπαρξης γενετικής προδιάθεσης, πρέπει να υποβάλλονται σε προληπτική γαστροσκόπηση, αλλά και να επισκεφτούν άμεσα το γιατρό τους όταν παρουσιάσουν οποιοδήποτε κοιλιακό ενόχλημα. Επίσης, ασθενείς που έχουν ιστορικό χειρουργημένου στομάχου (συνήθης επέμβαση τα παλαιότερα χρόνια, προ της ανακάλυψης του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού), πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους και να ελέγχονται τακτικά.
Ανακεφαλαιώνοντας, οι στρατηγικές για την πρόληψη του καρκίνου του στομάχου βασίζονται κατά κύριο λόγο στην εκρίζωση του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού, στην διακοπή του καπνίσματος, στην σωματική άσκηση και στην σωστή διατροφή που περιλαμβάνει αυξημένη κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών και μειωμένη λήψη αλατιού. Τα μέτρα αυτά σε συνδυασμό με τον τακτικό έλεγχο με γαστροσκόπηση και λήψη βιοψιών, ιδιαίτερα στους ασθενείς υψηλού κινδύνου, είναι θεμελιώδους σημασίας για την πρόληψη ή την έγκαιρη διάγνωση του γαστρικού καρκίνου.
Σε χώρες, όπως η Ιαπωνία, όπου εφαρμόσθηκαν εκτενώς ανάλογα προγράμματα πρόληψης παρατηρήθηκε ελαττωμένη συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου του στομάχου, αλλά και δραματική αύξηση της πενταετούς επιβίωσης των ασθενών από 20% σε 90%, καθώς η διάγνωση τέθηκε σε πρώιμο, άρα και ιάσιμο στάδιο.