Με Υγεία ή όχι;

Spread the love

* του Γιώργου Γιαντά

Στην οικονομία κάθε χώρας, τα όρια της «ελεύθερης αγοράς» καθορίζουν και το μέγεθος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η ιδιωτικοποίηση παροχών και υπηρεσιών έχει πλεονεκτήματα μα και μειονεκτήματα. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι πως προϋποθέτει μικρότερο «κρατικό χώρο» για να λειτουργήσει όπως θέλει. Καθώς μεγαλώνει η ιδιωτική πρωτοβουλία μικραίνει η «κρατική» πρωτοβουλία και αντίστροφα. Γύρω από αυτή τη σχέση έχουν διατυπωθεί πολλές και διάφορες θεωρίες, με χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις «σχολών» οικονομολόγων, όπως ο Μίλτον Φρίντμαν που επέμεινε στη σημασία των αποκρατικοποιήσεων ή του Τζον Κέυνς, που εστίασε στην αναγκαιότητα της παρουσίας ενός κράτους πρόνοιας που θα είναι «παρόν» για τους πιο αδύναμους.

Επίμαχο ζήτημα στις περισσότερες περιπτώσεις παρέμεινε το «μέγεθος» και ο ρόλος που θα έχει ο κρατικός μηχανισμός απέναντι στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς έδωσαν περιθώρια επιλογών στους πολίτες, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν ή να υποχρεούνται στην επιλογή π.χ. της ιδιωτικής ασφάλισης. Μια τέτοια συνθήκη σαφώς ελαφρύνει τις κρατικές δαπάνες και μειώνει τα κρατικά έξοδα. Ως ένα βαθμό, κάτι τέτοιο φαίνεται ιδανικό για όλες τις πλευρές, κράτος, ιδιώτη, πολίτη. Με έναν αστερίσκο όμως: Προϋπόθεση εφαρμογής ενός τέτοιου μοντέλου, είναι το βιοτικό επίπεδο και οι αποδοχές των πολιτών, να βρίσκονται σε επίπεδο τέτοιο που καθένας να μπορεί να καλύψει τις δαπάνες των ιδιωτικών παροχών. Θα πρέπει, δηλαδή, να είναι σε θέση να καλύψει π.χ. το κόστος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, των ιδιωτικών μεταφορών, της ιδιωτικής ενέργειας, της πρόσβασης σε μία παραλία με είσοδο. Αν το εισόδημα του πολίτη δεν επιτρέπει τέτοιες δαπάνες, η πρόσβασή του σε τέτοιες παροχές περιορίζεται. Μέχρι εδώ κάτι τέτοιο για κάποιον μπορεί να μην φαντάζει και τραγικό.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται όταν πρόκειται για την πρόσβαση του πολίτη στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όταν δηλαδή κρίνεται η υγεία του και κατ’ επέκταση η ίδια η ζωή του. Ο τομέας της Υγείας φαίνεται να αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, στο οποίο, πίσω από μακροοικονομικές θεωρίες και τεχνοκρατικούς υπολογισμούς, επίκεντρό του παραμένει η ίδια η ανθρώπινη ζωή.

Εκείνος που δεν έχει να πληρώσει για την είσοδο σε ιδιωτική πλαζ θα επιβιώσει και χωρίς το καλοκαιρινό μπάνιο. Εκείνος όμως που δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης; Θα πεθάνει;

Το βασικό ζήτημα σε περιπτώσεις όπως η Δημόσια Υγεία, είναι πως μοιραία θέτουν την αναγκαιότητα  της παρουσίας του κράτους, όπως και αν αυτή εκφράζεται. Διαφορετικά, οι σκληροί «κανόνες της ελεύθερης αγοράς» μεταφέρονται στο πεδίο της Υγείας. Επιβιώνει κάποιος εφόσον μπορεί να πληρώσει γι’ αυτήν. Ομοίως, τέτοια αποτελέσματα μπορεί να προκύπτουν όταν απαξιώνεται ο τομέας της Δημόσιας – δωρεάν Υγείας μιας χώρας, μέσω της υποβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών, όταν υπάρχουν ελλείψεις σε προσωπικό ή ακόμα και μέσω της απαξίωσης της ίδιας της επιστημονικής γνώσης, που στην περίπτωση μιας έκτακτης ανάγκης, αυτή χρησιμοποιείται στη βάση της λογικής «τι παπάς, τι ζευγάς».

Οι έκτακτες καταστάσεις αναδεικνύουν συχνά τις όποιες ελλείψεις αλλά και τα κενά που αφήνει πίσω ένα ευρέως ιδιωτικοποιημένο τοπίο. Στον τομέα της Υγείας κάθε τέτοιο κενό έχει άμεσες επιπτώσεις και συνέπειες στην ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη. Προφανώς λοιπόν ένα «κράτος πρόνοιας» είναι αναγκαίο στο βαθμό που θα επιτρέπει το δικαίωμα στη ζωή, με αξιοπρέπεια, ακόμα και στον τελευταίο πολίτη. Έτσι που να μπορεί και αυτός να αισθάνεται άνθρωπος στο σύνολο μιας κοινωνίας ανθρώπων.

 

*Ο Γιώργος Γιαντάς είναι συγγραφέας.

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση