Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Όταν ήμασταν μικρά

Τέτοια εποχή ήταν.
Η γιαγιά μάζευε γάλα λίγο-λίγο κάθε μέρα για να ξινίσει σιγά-σιγά για τον τραχανά της.
Το υπόλοιπο το έφτιαχνε τυρί.
Αυτό το άσπρο τυρί μέσα στην άλμη που είχε μια λαστιχωτή υφή. Τέτοιο τυρί δεν έχω ξαναφάει ποτέ στη ζωή μου!
Μόνο της γιαγιάς Ανδρονίκης το τυρί είχε τέτοια γεύση, τέτοια γλύκα, τέτοια νοσταλγία!
Αυτός ο ξυλόφουρνος της αυλής της δεν σταματούσε ποτέ να σιγοκαίει τα λιόξυλα, να ψήνει τα καρβέλια με το προζύμι, να ξεραίνει τα σύκα τα γεμιστά, να ψήνει τα εφτάζυμα παξιμάδια, να μοσχοβολά γεμιστά και κατσικάκι.
Η μπροστινή βεράντα ήταν το βασίλειο του παππού το απόγευμα. Εκεί στην καρέκλα του απολάμβανε το δειλινό, αγνάντευε το Πετρί από μακριά και απολάμβανε τον ναργιλέ του.
Θαρρώ πως τον πρόλαβα με βράκες και κεντητό μαύρο γιλέκο να μιλάει με τουρκικές λέξεις. Ή μπορεί όλο αυτό να είναι από τα ακούσματα ή τις φωτογραφίες του που έβλεπα από μικρή.
Η πίσω αυλή ήταν το βασίλειο της γιαγιάς! Το κελάρι στο υπόγειο με τις λιαστές ντομάτες και μελιτζάνες περασμένες από το σπάγκο, το κρασί στο πιθάρι της, οι σταφιδιασμένες ελιές στα καλάθια, το λάδι στα κιούπια, οι σταφίδες απλωμένες να ξεραίνονται, οι χάχλες του τραχανά στα πάνινα τσουβαλάκια.
Και τα καρύδια και τα αμύγδαλα. Και όλα τα καλούδια / σοδειές για το χειμώνα.
Τα λουλούδια της μοσχοβολούσανε, οι βασιλικοί, ο δυόσμος, το δρισαχί.
Ένας μπαξές, ένα αμπελάκι, η κατσίκα και οι κότες!
Όταν μεγαλώνεις και ζεις μ’ αυτές τις θύμησες δεν μπορείς παρά να κορδώνεσαι από περηφάνια και ευγνωμοσύνη.
Απλά πράγματα, που τώρα τα νοσταλγείς, γιατί κρύβουν μέσα σου τον μεγαλύτερο θησαυρό.
Στην Τήνο από μακριά είδαμε τον παππού να πλησιάζει στο αλώνι του Τριαντάρου για να ταΐσει το γαϊδουράκι του και ν’ αφήσει ψίχουλα για τα περιστέρια! Αυτό είναι η γαλήνη του. 

Όπως η δική μου δεν παύει να είναι αυτή η παιδική ανάμνηση των καλοκαιριών μου στο νησί:
-Όταν η μάνα έκοβε την άκρη του αγγουριού και τη βεντουζάριζε στο μέτωπο για δροσιά.
-Όταν μιλούσαμε ψιθυριστά για να μην ενοχλήσουμε το γείτονα στη σιέστα του!
-Όταν γελάγαμε με τα αστεία και τις παιδικές φωνές.
-Όταν μαζεύονταν οι νοικοκυρές έξω στο κατώφλι για να φτιάξουμε μανέστρα / κριθαράκι με φρέσκο ζυμάρι.
-Όταν πλέναμε τα πόδια μας με το λάστιχο να φύγει η άμμος ή το χώμα.
-Όταν το μεσημέρι τρώγαμε κάτω από την κληματαριά κι όταν τον Αύγουστο ξυπνάγαμε και τρώγαμε τα κρύα σύκα της αυλής.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Οι δικοί μας άνθρωποι έφυγαν. Οι σκέψεις μείνανε για να μας συντροφεύουν τα καλοκαίρια και τους χειμώνες. Οι ζωές μας είναι αυτό ακριβώς: Οι αναμνήσεις μας.
Κι εγώ πάντα φωτογραφίζω τα ίδια πράγματα, αγγίζω τα ίδια σκεύη που έχουν μείνει στα ντουλάπια μου από εκείνα της γιαγιάς, μαζεύω σοδειές σχεδόν όσες κι εκείνη και κρατάω όσο μπορώ εκείνες τις συνήθειες που σιγά-σιγά χάνονται.


Τάρτα με αγκινάρες

  • 1 έτοιμη βάση ζύμης για τάρτα
  • 8 – 10 αγκινάρες κομμένες σε λεπτές φέτες
  • 4 κρεμμυδάκια φρέσκα, ψιλοκομμένα
  • 350 γρ. μυζήθρα λιωμένη με το πιρούνι
  • 1/2 μάτσο άνηθος, ψιλοκομμένος
  • 3 αυγά
  • 200 γρ. γιαούρτι στραγγιστό
  • 2 κ.σ. λάδι
  • αλάτι, φρεσκοτριμμένο πιπέρι

Εκτέλεση

  1. Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180° C και λαδώνουμε την ταρτιέρα.
  2. Σε μια κατσαρόλα ζεσταίνουμε το λάδι σε δυνατή φωτιά και σοτάρουμε το κρεμμύδι με τις αγκινάρες μέχρι να μαλακώσουν.
  3. Προσθέτουμε το τυρί, τον άνηθο, τα αυγά, το γιαούρτι και αλατοπίπερο, τις αγκινάρες με τα κρεμμυδάκια και ανακατεύουμε.
  4. Απλώνουμε τη ζύμη έτσι ώστε να καλύψουμε τον πυθμένα και τα τοιχώματα της φόρμας.
  5. Αδειάζουμε τη γέμιση μέσα στην τάρτα.
  6. Ψήνουμε σε χαμηλό ράφι στο φούρνο για περίπου 40 λεπτά ή μέχρι να ροδίσει στην επιφάνεια και να ψηθεί και η βάση.

 

spot_img

More articles

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img