Της ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας
Ασπασίας Παπαχίου
- «Πόσο απολαμβάνω το σεξ;»
- «Πού πήγε το πάθος;»
- «Πού πήγε η ένταση;»
- «Γιατί δεν με ελκύει πια;»
- «Μήπως βρήκε άλλη/άλλον;»
- «Το αποφεύγω γιατί βαριέμαι; Γιατί να βαριέμαι;»
- «Μήπως έχει καταντήσει αγγαρεία και υποχρέωση;» «Πώς φτάσαμε ως εδώ;».
Στις σύγχρονες μακροχρόνιες σχέσεις η σεξουαλική επιθυμία διαρκώς μειώνεται. Πολλά ζευγάρια δηλώνουν: «Πραγματικά αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Έχουμε μία καλή σχέση. Αλλά εδώ και 3 χρόνια δεν κάνουμε σεξ!». «Είμαστε συναισθηματικά πολύ κοντά, συμφωνούμε σε όλα. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχω στύση με την γυναίκα μου!».
Πώς συμβαίνει να τα καταφέρνουν καλά συντροφικά, αλλά όχι ερωτικά; Οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας, οι υποχρεώσεις στην δουλειά, τα παιδιά, η έλλειψη χρόνου, η ανάμειξη του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος στη σχέση του ζευγαριού, σε συνδυασμό με την κούραση, είναι συχνά οι λόγοι που το ζευγάρι δικαιολογεί το ότι δεν κάνει πλέον σεξ και έχει χαθεί το ερωτικό τους ενδιαφέρον.
Ιστορικά, ο γάμος και το πάθος ήταν δύο τομείς εντελώς ασύνδετοι και ξεχωριστά οργανωμένοι. Ο ρομαντισμός, που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, ένωσε αυτά τα δύο για πρώτη φορά και το σεξ αργότερα απέκτησε σημαντική θέση στον γάμο. Πλέον τα ζευγάρια έχουν σοβαρές προσδοκίες και απαιτήσεις ως προς την ερωτική τους ζωή, οι οποίες συχνά είναι διαφορετικές για κάθε σύντροφο. Οι σύντροφοι καλούνται να ταιριάξουν, να συντονίσουν τις επιθυμίες τους και να κατασκευάσουν από κοινού την σεξουαλική τους πραγματικότητα. Μια τέτοια διαδικασία είναι περίπλοκη και μπορεί να παράγει σεξουαλικά προβλήματα.
Υπάρχει τρόπος να συμφιλιωθεί η σεξουαλικότητα με την εγγύτητα που προκύπτει από τον τωρινό τρόπο οργάνωσης της οικογενειακής ζωής; Είναι εφικτό να συνυπάρξουν αυτά τα δύο μαζί; Πώς συμβαίνει σε μια εποχή σεξουαλικής απελευθέρωσης, οι άνθρωποι τελικά να συζητάμε περισσότερο για το σεξ παρά να κάνουμε;
Όλοι έχουμε μια θεμελιώδη ανάγκη για ασφάλεια, σταθερότητα και αξιοπιστία, η οποία μας ωθεί να συνάπτουμε μακροχρόνιες σχέσεις. Παράλληλα, όμως, έχουμε και μια εξίσου ισχυρή ανάγκη για περιπέτεια, ρίσκο, ανακάλυψη, αλλαγή και έντονες συγκινήσεις. Ο ρομαντισμός που διέπει τις σχέσεις του σήμερα απαιτεί την ικανοποίηση και των δύο αυτών αντικρουόμενων αναγκών και μάλιστα από το ίδιο πρόσωπο – τον/την σύντροφό μας. Στρεφόμαστε σε ένα και μόνο πρόσωπο για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας και να πάρουμε αυτά που παλιά παίρναμε από μία ολόκληρη κοινότητα: Αίσθημα σταθερότητας και αξίας. Ταυτόχρονα, περιμένουμε από τις ερωτικές μας σχέσεις να μας προσφέρουν ρομαντισμό, συναισθηματική και σεξουαλική ικανοποίηση.
Έτσι, κάτω από ένα βάρος, συχνά μια τέτοια σχέση καταρρέει, καθώς είναι δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να βιώνουμε ενθουσιασμό και πόθο με το ίδιο άτομο από το οποίο ζητάμε σιγουριά και σταθερότητα. Πολλά ζευγάρια στην διαδικασία να χτίσουν μία ασφαλή σχέση, μπερδεύουν την αγάπη με την ταύτιση, προσπαθώντας να μοιράζονται τα πάντα με τον/την σύντροφό τους. Αυτή η υπερβολική συναισθηματική εγγύτητα δημιουργεί προβλήματα στην σεξουαλική τους ζωή.
Τα ζευγάρια στη θεραπεία συχνά αναγνωρίζουν πως έχουν έρθει πολύ κοντά, τόσο κοντά που νιώθουν σαν να είναι δύο αδέλφια και βιώνουν το σεξ μεταξύ τους σαν αιμομιξία (μεταφορικά). Παρατηρούμε ότι η υπερβολική οικειότητα και αγάπη μπλοκάρουν την ερωτική τους έκφραση και εμποδίζουν την ερωτική τους απόλαυση. Μήπως, λοιπόν, η υπερ-φροντίδα ανάμεσα στους ερωτικούς συντρόφους μειώνει την σεξουαλική επιθυμία;
Βασική προϋπόθεση του ερωτισμού είναι η ετερότητα. Ανθίζει στο διάστημα μεταξύ του εαυτού μας και του ερωτικού συντρόφου μας. Απαιτεί να αντέξουμε την απόσταση και το άγχος των αμφιβολιών που δημιουργεί.
Με ποιο τρόπο όμως μπορούμε να εισάγουμε το μυστήριο στις ερωτικές μας σχέσεις; Πώς θα αναδημιουργήσουμε αυτή την λεπτή ισορροπία μεταξύ οικειότητας και πόθου;
Μήπως υπάρχει ήδη; Στην πραγματικότητα ποτέ δεν γνωρίζουμε τον σύντροφό μας τόσο καλά όσο νομίζουμε. Η ανάγκη μας για σταθερότητα περιορίζει την προθυμία μας να παρατηρήσουμε εκ νέου τον άνθρωπο που είναι δίπλα μας και να τον μάθουμε στο σήμερα. Έχουμε επενδύσει σε μια καθορισμένη εικόνα του, η οποία είναι συχνά απόρροια της δικής μας φαντασίας, βασισμένη στις δικές μας ανάγκες. Έτσι, βάζοντας σε καλούπια τους ίδιους μας τους εαυτούς και τον σύντροφό μας χάνεται το πάθος.
Η ερωτική και σεξουαλική επιθυμία τροφοδοτείται από το άγνωστο. Όλοι χρειαζόμαστε τον δικό μας προσωπικό χώρο. Από την άλλη μεριά, όταν αγαπάμε θέλουμε να ξέρουμε με κάθε λεπτομέρεια τον άλλον. Η ερωτική επιθυμία όμως έχει ανάγκη την αλλαγή και το απρόσμενο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, το εξής παράδοξο: Η ερωτική επιθυμία, σε αντίθεση με την αγάπη, συχνά συνοδεύεται από συναισθήματα, όπως η επιθετικότητα, η ζήλια και οι διαφωνίες. Το αίσθημα ασφάλειας και το πάθος είναι δύο διαφορετικά κίνητρα που μας ωθούν σε διαφορετικές συμπεριφορές.
Παρά ταύτα, η αγάπη και ο πόθος δεν αποκλείουν το ένα το άλλο, απλώς δεν συμβαίνουν πάντοτε ταυτόχρονα. Το να βρει το κάθε ζευγάρι τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στην οικειότητα και την απόσταση στην σχέση, αποτελεί σήμερα μια συνεχή πρόκληση και για τους δύο συντρόφους ξεχωριστά, ανάλογα με το στάδιο της σχέσης τους, και απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια, δέσμευση και χρόνο.
Πώς μπορεί να βοηθήσει η συστημική θεραπεία ζεύγους;
Τα ζευγάρια που νιώθουν ότι η σχέση τους έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο, αναγνωρίζουν ότι οι δυναμικές στη σχέση τους χρειάζεται να αλλάξουν.
Κάθε ένας από τους συντρόφους που αποφασίζει να δουλέψει συνεργατικά τη σχέση του στον χώρο ενός ψυχολόγου, θα έχει την ευκαιρία να αναγνωρίσει τα μοτίβα των σχέσεων που κουβαλά από τις σχέσεις που βίωσε ως παιδί στην δική του οικογένεια καταγωγής και που πιθανόν να επηρεάζουν και την δική του ερωτική σχέση στο παρόν, να εκφράσει τα συναισθήματά του, να επαναπροσδιορίσει τις ανάγκες και επιθυμίες του και να διευκολύνει την επικοινωνία αυτών στον/στην σύντροφό του.