Τι είναι ο καταρράκτης και ποιος είναι ο σύγχρονος τρόπος αντιμετώπισής του;

Spread the love

Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μάτι, συχνά το παρομοιάζουμε με φωτογραφική μηχανή. Με τον ίδιο τρόπο που ο φακός της φωτογραφικής μηχανής εστιάζει το φως στο φωτογραφικό φιλμ, έτσι και ο φακός του ματιού εστιάζει τις ακτίνες του φωτός επάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του οφθαλμού. Σε περίπτωση που ο φακός της φωτογραφικής μηχανής δεν είναι καθαρός, τότε η φωτογραφία που θα βγει θα είναι θολή. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν θολώσει ο φυσικός φακός του ματιού, τότε μειώνεται η ευκρίνεια της εικόνας που φθάνει στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, με αποτέλεσμα να έχουμε θάμβος οράσεως.

Όπως συμβαίνει σε κάθε ιστό του ανθρωπίνου σώματος, έτσι και τα παλιά κύτταρα του φακού του ματιού αντικαθίστανται συνεχώς από νέα. Με την πάροδο του χρόνου τα παλιά κύτταρα αθροίζονται μέσα στον ίδιο το φακό και δημιουργούν εμπόδιο στη διάδοση του φωτός προς τον αμφιβληστροειδή. Συνεπώς ο καταρράκτης (η θόλωση του φακού του ματιού) είναι ένα φυσικό αποτέλεσμα γήρανσής του. Συνήθως εμφανίζεται μετά την 6η δεκαετία και η συχνότητά του αυξάνει στην 7η και 8η δεκαετία της ζωής. Σπανιότερα μπορεί να παρατηρηθεί σε νεαρούς ενήλικες ή ακόμη και σε παιδιά. Η εμφάνισή του διαφέρει από ασθενή σε ασθενή. Μπορεί να περάσουν μήνες ή και χρόνια μέχρις ότου ο καταρράκτης να φθάσει σε σημείο που να επηρεάσει σημαντικά την όραση. Σπανιότερα μπορεί να αναπτυχθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από τραυματισμό, σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή άλλα μεταβολικά νοσήματα.

Τα συμπτώματα του καταρράκτη διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή. Σε μερικούς ασθενείς παρατηρείται μείωση της κεντρικής όρασης. Άλλοι ασθενείς αναφέρουν μειωμένη όραση τη νύχτα, ενώ κάποιοι διαμαρτύρονται για δυσκολία στην οδήγηση λόγω θάμβους από τα φώτα των αυτοκινήτων από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ή έχουν δυσκολία στο διάβασμα και ευαισθησία στο φως του ήλιου. Άλλη ομάδα ασθενών παραπονείται ότι τα χρώματα φαίνονται ξεθωριασμένα.

Η διάγνωση του καταρράκτη μπορεί να γίνει μόνο μετά από μια λεπτομερή οφθαλμολογική εξέταση. Ο οφθαλμίατρος με τη χρήση της σχισμοειδούς λυχνίας εξετάζει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του καταρράκτη (όπως την πυκνότητα)και ελέγχει αν αυτός είναι υπεύθυνος για τη μειωμένη όραση ή μήπως συνυπάρχουν άλλες παθήσεις που ευθύνονται για τη μείωση αυτή.

Προς το παρόν δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία που να προλαμβάνει τον καταρράκτη ή να τον θεραπεύει όταν αυτός εμφανιστεί. Η μόνη θεραπεία του είναι η χειρουργική αφαίρεση. Η απόφαση για την χειρουργική αντιμετώπιση θα γίνει από τον ασθενή και τον ιατρό μαζί και θα στηριχθεί στο βαθμό που ο καταρράκτης μειώνει την όραση και επηρεάζει τις καθημερινές δραστηριότητες του ασθενούς (οδήγηση, διάβασμα, τηλεόραση, χόμπι που απαιτούν καλή όραση, κ.ά.).
Η επέμβαση γίνεται κατά κανόνα με τοπική αναισθησία με σταγόνες και δεν απαιτείται η παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο. Η αφαίρεση του καταρράκτη γίνεται μέσα από μία μικροσκοπική τομή 1,8 χιλιοστών με τη μέθοδο της φακοθρυψίας.

Στη θέση του καταρρακτικού φακού τοποθετείται αναδιπλούμενος ενδοφθάλμιος φακός, ο οποίος μπαίνει μέσα στο μάτι μέσα από την μικροσκοπική τομή 1,8 χιλιοστών που προαναφέρθηκε. Στις περισσότερες περιπτώσεις η τομή αυτή παραμένει στεγανή στο τέλος της επεμβάσεως και δεν χρησιμοποιούνται ράμματα για το κλείσιμό της. Πριν την επέμβαση προηγείται η μέτρηση της διαθλαστικής δύναμης του ενδοφακού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί.

Πρόσφατα έχουμε στη διάθεσή μας και πολυεστιακούς ενδοφακούς με τους οποίους επιτυγχάνεται καλή όραση τόσο για μακριά, όσο και για κοντά (διάβασμα, ράψιμο) χωρίς τη χρήση διορθωτικών γυαλιών.

Μετεγχειρητικά ο ασθενής πρέπει να ενσταλάζει αντιβιοτικές και αντιφλεγμονώδεις σταγόνες, συνήθως για 20 μέρες, καθώς επίσης θα πρέπει να εξεταστεί από τον ιατρό του σε τακτικά χρονικά διαστήματα για να πιστοποιηθεί η καλή μετεγχειρητική πορεία. Η αποκατάσταση της όρασης διαφέρει από ασθενή σε ασθενή και εξαρτάται κυρίως από την πυκνότητα του καταρράκτη. Συνήθως οι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες μετά από μερικές μέρες. Η επέμβαση του καταρράκτη είναι από τις πιο επιτυχείς επεμβάσεις στην ιατρική, με ποσοστό επιτυχίας που φθάνει το 99%. Παρόλα αυτά επιπλοκές μπορούν να συμβούν σε μικρό ποσοστό. Οι περισσότερες από αυτές (αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, αυξημένη μετεγχειρητική φλεγμονή κ.ά.) αντιμετωπίζονται επιτυχώς είτε με φάρμακα, είτε με επανεπέμβαση. Επιπλοκές που μπορούν να οδηγήσουν σε μόνιμη μείωση της όρασης είναι ευτυχώς πάρα πολύ σπάνιες.

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση