Του Πολύδωρου Αμπατζή,
Ιατρού Ακτινολόγου – Ακτινοδιαγνώστη
Το συγγενές εξάρθρημα του ισχίου ή αναπτυξιακή δυσπλασία, όπως λέγεται σήμερα, είναι μια όχι και τόσο σπάνια κατάσταση. Πρόκειται για μια κατάσταση που υπάρχει κατά την γέννηση και συνίσταται σε ανώμαλη μορφολογία, είτε της κεφαλής του μηριαίου, είτε της κοτύλης όπου αρθρώνεται η κεφαλή. Υπερίσχυσε ο όρος δυσπλασία για να συμπεριλαμβάνει μεγαλύτερη γκάμα δυσλειτουργιών που δεν οδηγούν απαραίτητα σε εξάρθρωση.
Τα αίτια που προκαλούν την δυσπλασία του ισχίου, δεν έχουν πλήρως διευκρινισθεί. Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που θεωρούνται ότι αυξάνουν την πιθανότητα δυσπλασίας, όπως το οικογενειακό ιστορικό, παράγοντες που αφορούν την κύηση (μειωμένο αμνιακό υγρό, ισχιακή προβολή) κ.ά.
Η δυσπλασία παρουσιάζεται σε 1 ανά 1.000 βρέφη, είναι πιο συχνή στο αριστερό ισχίο, 8 στις 10 περιπτώσεις αφορούν κορίτσια και 6 στα 10 πρωτότοκα.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η υποψία της δυσπλασίας τίθεται από τον παιδίατρο σε κάποια τακτική προληπτική εξέταση του μωρού.
Σήμερα, δύο είναι οι μέθοδοι διάγνωσης της δυσπλασίας του ισχίου, το υπερηχογράφημα και η ακτινογραφία λεκάνης και ισχίων.
Υπερηχογράφημα ισχίου
Είναι μια ακίνδυνη, απλή και ανώδυνη εξέταση. Γίνεται από εκπαιδευμένο ακτινολόγο γιατρό σε βρέφη από ηλικία λίγων ημερών. Καλό είναι να γίνεται το πολύ έως να συμπληρωθεί ο τρίτος μήνας γιατί σε αυτήν τη φάση είναι ευκολότερη και αποτελεσματικότερη η αντιμετώπιση. Μετά την ανάπτυξη των οστών εμποδίζεται η διείσδυση των υπερήχων και η εξέταση δεν είναι αξιόπιστη, οπότε απαιτείται η ακτινογραφία ισχίων.
Η πλέον αξιόπιστη μέθοδος είναι αυτή που καθιέρωσε ο Αυστριακός Graf. Η μέθοδος Graf θεωρείται αξιόπιστη και επαναλήψιμη γιατί προϋποθέτει την απεικόνιση συγκεκριμένων ανατομικών δομών στην εικόνα των υπερήχων με βάση τις οποίες γίνονται οι μετρήσεις και κατά συνέπεια μπορούν να αξιολογηθούν από οποιονδήποτε γνωρίζει την μέθοδο, αλλά και να γίνει επανάληψη της ίδιας ακριβώς εικόνας και παρακολούθηση της πορείας.
Η εξέταση διαρκεί λίγα λεπτά και γίνεται στα δύο ισχία με το βρέφος ξαπλωμένο στο αντίθετο πλευρό κάθε φορά. Η αξιολόγηση γίνεται από τον ακτινολόγο γιατρό που κάνει το υπερηχογράφημα με βάση συγκεκριμένες μετρήσεις κάποιων γωνιών. Μερικές φορές, σε πολύ μικρά βρέφη, όπου το αποτέλεσμα είναι οριακό, γίνεται επανάληψη της εξέτασης πριν συμπληρωθεί ο έκτος μήνας.
Μετά τον έκτο μήνα το υπερηχογράφημα δεν είναι πλέον ικανοποιητικό και ο έλεγχος πρέπει να γίνεται με ακτινογραφία.
Το κυριότερο πλεονέκτημα του υπερηχογραφήματος έναντι της ακτινογραφίας είναι η δυνατότητα επανάληψης χωρίς την ακτινοβόληση του βρέφους και κατά συνέπεια η ευκολότερη παρακολούθηση της πορείας της ανάπτυξης.
Σε κάποιες χώρες, όπως η Αυστρία, το υπερηχογράφημα του ισχίου γίνεται προληπτικά σε κάθε νεογέννητο. Συνήθως είναι καλό να γίνεται σε όποιες περιπτώσεις από την κλινική εξέταση υπάρχει υπόνοια για δυσπλασία ή αμφιβολία. Με αυτόν τον τρόπο προλαμβάνονται παθολογικές καταστάσεις που μπορεί να εμφανιστούν αργότερα, όπως νεανικές αρθρίτιδες ή δυσκαμψίες του ισχίου κ.ά..