Με μέτριες αποδόσεις και οξύτητες γίνεται η πρεμιέρα στα ελαιοτριβεία της Λέσβου για τη νέα ελαιοκομική περίοδο, καθώς κατά κύριο λόγο αυτή την εποχή οι αποδόσεις κυμαίνονται στα 60 – 80 κιλά λαδιού στο λεγόμενο κιλόμοδο (500 κιλά ελιές), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου ο καρπός καταγράφει καλύτερες αποδόσεις. Με τα μέχρι τώρα στοιχεία των Νέων της Λέσβου, τις πιο καλές αποδόσεις έχουμε στην περιοχή του Πλωμαρίου και ακολουθεί η περιοχή της Δυτικής Λέσβου, που ελαιοπαραγωγός είχε και 100 κιλά λαδιού στο κιλόμοδο.
Οι οξύτητες
Την ίδια ώρα μέτριες είναι και οι οξύτητες του ελαιολάδου σε τοπικό επίπεδο, καθώς τα περισσότερα λάδια «βγαίνουν» πάνω από τον άσο, μεταξύ 1 και 2 βαθμών και μάλιστα από ραβδιστές ελιές. Έτσι κι αλλιώς σε κάθε έναρξη ελαιοκομικής περιόδου τέτοια προβλήματα καταγράφονται και στην πορεία βελτιώνεται η εικόνα με τις οξύτητες και τις αποδόσεις. Ωστόσο φέτος οι ελαιοπαραγωγοί δεν έχουν το περιθώριο να κάνουν υπομονή αφήνοντας τη συγκομιδή τους για αργότερα, δεδομένου πως καταγράφεται εκτεταμένη καρπόπτωση στη Λέσβο και δακοπροσβολή, με συνέπεια οι ελαιοπαραγωγοί να τρέχουν γρήγορα-γρήγορα «να πάρουν» τις ελιές από τα χωράφια πριν αυτές πέσουν στο έδαφος ή όταν πέφτουν στο έδαφος, τουλάχιστον άμεσα να γίνεται «το σήκωμα» του καρπού.
Ειδικά φέτος που δεν έχουμε μεγάλη παραγωγή στη Λέσβο οι αγρότες έχουν το περιθώριο «να τρέξουν» πιο γρήγορα τη συγκομιδή και αυτό γίνεται και για πρακτικούς λόγους, ώστε να προλάβουν τις ελιές πριν πέσουν στο έδαφος γιατί αυτό το διάστημα το πρόβλημα της καρπόπτωσης είναι υπολογίσιμο και υπάρχει ο φόβος, αν έχουμε ισχυρούς νοτιάδες στο επόμενο διάστημα, αυτό να ενταθεί. Επιπλέον η συγκομιδή γίνεται άμεσα και στη λογική της βέλτιστης οξύτητας βάσει της οποίας ο αγρότης θα εισπράξει την καλύτερη δυνατή τιμή από τον κόπο του.
Οι τιμές
Την ίδια ώρα οι τιμές αναμένεται να κάνουν ένα πολύ καλό ξεκίνημα και μάλιστα κάποιες πληροφορίες φέρουν τυποποιητές της Λέσβου να πληρώνουν και 10 ευρώ το κιλό για συγκεκριμένες ποσότητες φρέσκων λαδιών πολύ χαμηλής οξύτητας και με ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Αυτές όμως είναι κατ’ ιδίαν συμφωνίες και δεν αφορούν τις τιμές που θα διαμορφωθούν στη Λέσβο για τις οποίες δεν έχει γίνει ακόμα το ξεκίνημα.
Ωστόσο κάποιοι τυποποιητές που έχουν συμβόλαια και διαθέτουν στην αγορά premium προϊόντα αναζητούν τη μέγιστη ποιότητα πληρώνοντας θεαματικά σε καλύτερες τιμές, αλλά για συγκεκριμένες παρτίδες και συνήθως με ελαιοπαραγωγούς με τους οποίους συνεργάζονται και όχι στον καθένα.
Η πορεία των τιμών
Όσο η Ισπανία φέτος δεν περιμένει μεγάλη ελαιοπαραγωγή η πορεία των τιμών δεν έχει παρά να κινείται μόνο σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο οι ήδη… «πανύψηλες» τιμές του ελαιολάδου έχουν τροφοδοτήσει αρνητικά το ισοζύγιο στην κατανάλωση, η οποία παρουσιάζει σημαντική πτώση και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς υπερβαίνει το 30%.
Την ίδια ώρα στην αγορά έχουν κάνει την εμφάνισή τους προϊόντα πρόσμιξης παρθένου ελαιολάδου με φυτικά έλαια ή λίπη, τα λεγόμενα vegetable οil, τα οποία λανσάρονται σε συσκευασίες του ενός και των 5 λίτρων ως salad oil και γίνονται ανάρπαστα, καθώς είναι σε σαφώς χαμηλότερη τιμή προβάλλοντας ότι έχουν και παρθένο ελαιόλαδο μαζί με άλλα φυτικά έλαια, ενώ το χρώμα τους είναι αυτό του ελαιόλαδου.
Αυτή η κατάσταση των προσμίξεων στην αγορά που έχει επιτραπεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ουσιαστικά έρχεται να αλλοιώσει την ταυτότητα του ελαιολάδου, δημιουργώντας ανταγωνισμό και μάλιστα σε μία περίοδο που οι τιμές του το θέτουν με μαθηματική ακρίβεια εκτός αγοράς για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που αδυνατεί να το πληρώσει. Αυτό δύναται να τροφοδοτήσει περαιτέρω κατάρρευση της κατανάλωσης του ελαιολάδου και απότομης επαναφοράς τα επόμενα χρόνια των τιμών σε επίπεδα προγενέστερα, καθώς όταν μειώνεται η ζήτηση μειώνονται και οι τιμές. Το ζήτημα ωστόσο είναι πως μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία θα ανοίξει ο δρόμος επιβίωσης σε προϊόντα προσμίξεων, τα οποία θα βρουν θέση στα τραπέζια των καταναλωτών και αυτό θ’ αποτελέσει μακροχρόνιο πλήγμα για το ελαιόλαδο, όπως την κρίση που πέρασε στο παρελθόν το προϊόν μας έχοντας τον ανταγωνισμό των σπορέλαιων από τη δεκαετία του ‘90.
Πρόκειται για προϊόντα που άρχισαν να διακινούνται από Βούλγαρους τυποποιητές και εξαγωγείς και στη χώρα μας, παρότι σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία απαγορεύεται η πρόσμιξη στην Ελλάδα, η διακίνησή τους ωστόσο επιτρέπεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση εφόσον υπάρχει η προβλεπόμενη σήμανση στις συσκευασίες.